ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ στὴν ἔρημο τοῦ ΣΙΝΑ
Πανήγυρις Ἁγίας Αἰκατερίνης 2014
«…Ὁ ρυθμὸς τῆς καμήλας, κυματισμὸς καὶ σίγουρος. Συνεπαίρνει τὸ σῶμα σου, τὸ αἷμα ρυθμίζεται μὲ τὸ κυμάτισμα ἐτοῦτο, καὶ μαζὶ μὲ τὸ αἷμα καὶ ἡ ψυχή σου. Ὁ χρόνος ἐλευτερώνεται ἀπὸ τὴ γεωμετρικὴ ὑποδιαίρεση ὅπου τὸν ἔχει στριμώξει καὶ ἐξευτελίσει ὁ δυτικός, νηφάλιος νους· ἐδῶ, μὲ τὸ λίκνισμα τοῦ «καραβιοῦ τῆς ἐρήμου» ὁ χρόνος ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὰ μαθηματικὰ στέρεα σύνορα, γίνεται οὐσία ρεούμενη καὶ ἀδιαίρετη, ἕνας ἀλαφρὸς μεθυστικὸς ἴλιγγος μοῦ μετουσιώνει τὴ σκέψη σὲ ὀνειροπόλημα καὶ μουσική…[1]».
Μουσικὴ ρωμαίικη, παλαιική, γραμμένη ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ διδασκάλου Πέτρου, ἱκανὴ νὰ συνοδεύσει τὸ ταξίδι στὴ γῆ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συνάντησε ξανὰ τὸ Θεὸ κατάματα. «Ὁ γὰρ τόπος, ἐν ὦ σὺ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστι[2]». Ἐτοῦτος ὁ τόπος ὅμως εἶναι τόπος ἔρημος.
«Τί εἶναι ἡ ἔρημος πάτερ;» ρώτησε ὁ Λάκωνας Ἰωάννης τὸν ἐρημίτη Λάκωνα π. Ἰωάννη. «Χῶμα, γρανίτης κι οὐρανός. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἔρημος», ἀπάντησε.Σὲ τοῦτο τὸ χῶμα πάτησαν τὰ πόδια μας, σὲ αὐτὸ τὸν ἀτέλειωτο καὶ συμπαγῆ γρανίτη ἀντήχησαν οἱ φωνές μας, σὲ αὐτὸν τὸν βαθὺ μπλὲ οὐρανὸ κατευθύνθηκαν ὡς θυμίαμα οἱ προσευχές μας.
Νύχτα φτάσαμε ἀεροπορικῶς στὸ SharmElSheikh, νότια στὴ μύτη τῆς χερσονήσου τοῦ Σινᾶ. Μόνη μας ἔγνοια, τὸ σκοτάδι ποὺ θὰ ἔκρυβε στὸ ταξίδι μας τὴ βραχώδη ἔρημο μὰ λογαριάζαμε χωρὶς τὸν νυχτερινὸ οἰκοδεσπότη.
Σὰν πήραμε νὰ ἀνηφορίζουμε σιγὰ σιγὰ γιὰ τὰ 1600μ. ὑψόμετρο, ἕνα φεγγάρι στρογγυλὸ μὰ ὄχι ὁλόγιομο ἀχρήστευε τὰ φῶτα τοῦ αὐτοκινήτου κι ἔκανε τὴν ἔρημο νὰ φεγγοβολᾶ ἀπόκοσμα. Ὁ Μοχάμεντ ὁδηγοῦσε γοργὰ πρὸς τὸ κάστρο τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ὁ ἀέρας γινόταν δροσερός, ἡ νύχτα ἄλλαξε τὸ ἡμερολόγιο καὶ σὰν φτάσαμε στὸ μοναστήρι ἦταν ὁ μήνας ἤδη 6 Δεκεμβρίου, 23 Νοεμβρίου ἐκκλησιαστικό. Ὁ βράχος τοῦ Ὄρους Χωρὴβ ἔστεκε ἐπιβλητικὸς ἀπὸ πάνω μας στὸ καλωσόρισμα. Ὁ Εὐάγγελος ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες συστάσεις μὲ τὸν τόπο καὶ τὸ χρόνο. Καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ ἦταν ἄγνωστα στὴν ὑπόλοιπη παρέα. Ἡ ὥρα, κατὰ πὼς τὴ μετρᾶνε οἱ ἄνθρωποι, περασμένες μία κι ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦμε σὲ τρεῖς ὧρες.
Ἡ χαραυγὴ μᾶς βρῆκε στὸ μικροσκοπικὸ παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Βάτου γιὰ τὴν Σαββατιάτικη λειτουργία. Ὁ π. Εὐμένιος – Δικαῖος της Μονῆς – συλλειτουργὸς μὲ τὸν δικό μας παπα-Χρυσοβαλάντη. Ψάλτες οἱ Λακεδαιμόνιοι χορωδοί. Οἱ μετρημένοι στὰ δάχτυλα λίγοι ἀκόμα προσκυνητὲς καὶ ἀοράτως οἱ κτήτορες Ἰουστινιανὸς καὶ Θεοδώρα. Ὅλοι μαζὶ εἰκονίζοντες τὰ χερουβὶμ προσάδουμε τὸν τρισάγιο ὕμνο σὲ ἦχο τέταρτο (ἅγια) τοῦ διδασκάλου Πέτρου. Καὶ λίγο πρὶν μᾶς καλέσει ὁ παπὰς «Μετὰ φόβου πίστεως καὶ ἀγάπης» στὴν κοινωνία μὲ Ἐκεῖνον, ψάλλαμε μυστικοπαθῶς τὸ κοινωνικό του Σαββάτου «Μακάριοι οὕς ἐξελέξω» σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ πρώτου, καθὼς συνέθεσε ὁ συντοπίτης.
Στὸ σαλόνι μὲ ζεστὸ καφὲ τούρκικο ἔγινε ἡ πρώτη συνάντηση μὲ τοὺς πατέρες, μετὰ ἡ γνωριμία μὲ τὸ ἀρχαῖο κάστρο ποὺ περιβάλει τὸ καθολικὸ καὶ ἀμέσως – φορτωμένοι οἱ πολλοὶ σὲ μιὰ καρότσα μὲ κατεύθυνση λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ ποὺ τελευταία ἔχτισαν οἱ νομάδες βεδουίνοι – γιὰ τὸ φαράγγι τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Ἅγιος καὶ ἐμεῖς συναντήσαμε τὸν τόπο ποὺ ἀκούγεται ὁ ἦχος τῆς σιωπῆς. Εἶναι πράγματι ἀπαραίτητο νὰ περπατήσει κανεὶς σὲ τόπους σὰν αὐτὸν γιὰ νὰ μπορέσει νὰ καταλάβει πὼς οἱ ροὲς τῶν δακρύων μποροῦν νὰ γεωργήσουν τὸ ἄγονο της ἐρήμου, ὄπως λέει καὶ τὸ τροπάρι.
Τρεῖς τεράστιοι βράχοι στὸ πρανές του φαραγγιοῦ σχηματίζουν μιὰ μικρὴ κοιλότητα. Γιὰ νὰ μπεῖ κανεὶς πρέπει νὰ κλίνει τὸν αὐχένα. Νὰ κοιτάξει κατάματα τὸν γρανίτη τῆς ἐρήμου. Ἀνάψαμε κερί. Ὁ πάπα-Χρυσοβαλάντης ἔβαλε «εὐλογητὸς» καὶ ἔκανε μιὰ σύντομη δέηση. Μέχρι νὰ τελειώσει μνημονεύοντας ὀνομαστικά τα μέλη τῆς χορωδίας οἱ ἀνάσες εἶχαν ἠρεμήσει. Οἱ λογισμοὶ καὶ τὰ συναισθήματα πῆραν νὰ ξεδιαλύνουν, ἡ ἔρημος νὰ διδάσκει.
Ἀκολουθώντας τὴν Σιναϊτικὴ παράδοση ἀναγνώσαμε ἀπὸ τὴν Κλίμακα τὸν 10ο λόγο «Περὶ καταλαλιᾶς» καὶ μετὰ ὁ παπάς μας, ἔκανε ἀπόλυση. Ἄλλοι βγῆκαν ἔξω, ἄλλοι στάθηκαν μέσα στὸ ἀσκηταριό. Ἡ ὥρα τῆς συνάντησης μὲ τὴν ἐλεγχθέντα ἐγωϊσμό μας ἦταν γεγονός…Στὸ νοῦ μας στριφογύριζαν τὰ ἄρτι ἀναγνωσθέντα:
«Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ, μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ του εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον[3]». Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἄς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἄς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριο[4]».
Ξεκινήσαμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς σκυφτοί· σιωπηλοί. Στὴ θέα τῶν βεδουίνων γυναικὼν ποὺ ἔκρυβαν τὰ πρόσωπά τους νὰ μὴ τὰ δεῖ ξένου ἀντρὸς τὸ μάτι, συναντήσαμε τὸ πάγωμα τοῦ χρόνου σὲ σάρκα ζωντανή. Εἶμαι βέβαιος πὼς τὴν ἴδια θέα, ἴδια κι ἀπαράλλακτη, ἀντίκριζε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοντὰ χίλια πεντακόσια χρόνια πρίν…Κάπου ἐκεῖ καὶ τὸ ἀρχέγονο ὑπαίθριο παζάρι ὅπου πωλητὴς καὶ ἀγοραστὴς πετοῦν στὰ ἄχρηστα τῆς ἱστορίας τὶς διεθνὴς ἀγορὲς καὶ τὰ χρηματιστήρια, μετρώντας τὴν ἀξία τοῦ πωλούμενου ἀπάνω στὸ στιγμιαῖο χτίσιμο τῆς κατὰ πρόσωπο σχέσης τῶν ἀνθρώπων.
Αργότερα, στὴν προεόρτια τράπεζα ἐπισήμως ἡ Μονὴ καλωσόριζε τοὺς προσκεκλημένους χορωδούς. Κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας – φιλοξενίας ἕνεκα τῶν συναδέλφων ἱεροψαλτῶν ποὺ θὰ ἀντιφωνοῦσαν στὴν πανήγυρη – Σαββάτο ἀπόγευμα καὶ Κυριακὴ πρωὶ σταθήκαμε στὸ ἀριστερὸ ἀναλόγιο. Τὰ μάτια καὶ τὰ αὐτιά, οἱ αἰσθήσεις ὅλες σὲ ἐγρήγορση. Ἡ προσμονὴ στὴν ἔνταση ποὺ τῆς πρέπει. Τῇ ἐπαύριο καλούμασταν νὰ σηκώσουμε τὸ βάρος τοῦ ὀνόματος τοῦ μουσικοῦ μας συνδέσμου, ἐπίσημα προσκεκλημένου τῆς πανηγυρικῶς ἐορταζούσης Ἁγίας Αἰκατερίνης τῆς Πανσόφου.
«…Ἄρ’ οὖν τοῖς ποιηταῖς ἡμῖν μόνον ἐπιστατητέον καὶ προσαναγκαστέον τὴν τοῦ ἀγαθοῦ εἰκόνα ἤθους ἐμποιεῖν τοῖς ποιήμασιν…τὸ κακόηθες τοῦτο καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον μήτε ἐν εἰκόσι ζώων μήτε ἐν οἰκοδομήμασι μήτε ἐν ἄλλω μηδενὶ δημιουργουμένω ἐμποιεῖν… ἀλλ’ ἐκείνους ζητητέον τοὺς δημιουργούς τους εὐφυῶς δυναμένους ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ τὲ καὶ εὐσχήμονος φύσιν…[5]»
Ἕνας τέτοιος εὐφυὴς δημιουργὸς ὑπῆρξε ὁ συντοπίτης μας συνθέτης Πέτρος ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἴχνευσε τὸ κάλλος τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τὸ προσέφερε στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐκκλησίας πρὸς δόξα Του.
Κυριακὴ πρωὶ μετὰ τὴν λειτουργία, ἀνάμεσα στὰ ἀρχέγονα βράχια ποὺ ταξίδευαν τὴ σκέψη μας ἴσα πίσω στὴν ἐποχὴ τῆς δημιουργίας, πίναμε καφὲ μὲ τοὺς καλογέρους τοῦ μοναστηριοῦ καὶ κόσμο πολὺ ποὺ εἶχε ἔρθει νὰ προσκυνήσει τὴν Ἁγία στὴ χάρη της. Ἡ προσμονὴ μεγάλη γιὰ τὴν πανηγυρικὴ ἀκολουθία ποὺ θὰ ἄρχιζε νωρὶς τὸ ἀπόγευμα.
Μαζευτήκαμε στὸ μικρὸ ἀρχονταρίκι στὴν πτέρυγα ὅπου βρίσκονται τὰ κελιὰ τῶν προσκυνητῶν γιὰ μιὰ μικρὴ πρόβα καὶ συζήτηση ψαλτική. Μαζί μας καὶ ὁ Γιῶργος. Ἕνας ἐξαίρετος νέος ἐπιστήμονας, εὐγενὴς καὶ ὄχι εὐγενικός, ποὺ τὸν συναντήσαμε στὸ μοναστήρι γιὰ πρώτη φορὰ μὰ ἦταν σὰν νὰ γνωριζόμασταν χρόνια. Ἔτσι εἶναι ἡ ψαλτική, ἐν ἐνὶ στόματι καὶ μιᾶ καρδία. Ἔτσι τὸ θέλει καὶ ὁ Κύριος «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν [6]».
Ἡ χορωδία ποὺ συγκροτήσαμε εἶναι χορωδία ἀναλογίου, ὄχι συναυλιῶν. Ἐρμηνεύοντας μόνο συνθέσεις κλασσικῶν μελοποιῶν θὰ ἐπιχειρούσαμε γιὰ πρώτη φορά, ἐκεῖ στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στὸ Ὄρος Σινά, νὰ ἀναμορφώσουμε τὴν πατριαρχικὴ παράδοση αἰώνων ποὺ θέλει τὰ ἀναλόγια νὰ συγκροτοῦνται ἀπὸ τὸν πρωτοψάλτη, δυὸ – τρεῖς δομεστίκους καὶ ἕναν – δυὸ ἰσοκράτες. Δικός μας πρωτοψάλτης ὁ κ. Τζανάκος Παναγιώτης, ὁ πρῶτος ψάλτης τῆς Μητροπόλεως Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης. Κι ἀπὸ κοντὰ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, νέοι στὰ ἀναλόγια καὶ νεαροὶ στὴν ἡλικία, μὲ ὕφος δωρικὸ καὶ πολίτικο ζητούσαμε νὰ ἀποκαλύψουμε τὸν διδάσκαλο Πέτρο σὲ τούτη τὴν ἄγονη γῆ.
Ὁ ἀρχιερέας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους, ὁ Ἰορδάνου Θεοφύλακτος, εὐλόγησε κι ὕστερα μὲ κατάνυξη σὲ ρυθμὸ γοργὸ καθὼς τῆς πρέπει τῆς ἐρήμου, ξεκινήσαμε νὰ ψάλλουμε τὰ Ἀνοιξαντάρια τοῦ Φωκαέα, ποὺ ἀκολούθησαν τὸ Κύριε ἐκέκραξα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὕμνοι τῆς Ἁγίας. Ὁ ναὸς γεμάτος προσκυνητὲς κι ὁλόφωτος ἀπ’ τὰ περίτεχνα καντήλια κρεμασμένα ἀπὸ τὴν ὀροφὴ καὶ τοὺς πολυελέους ποὺ ἔφεγγαν μὲ μελισσοκέρια. Ρεῦμα δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο στὰ φωτιστικά τῶν ἀναλογίων κι αὐτὸ γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ ἡλικιωμένοι Σιναΐτες καλόγεροι. Ὅλα ἀπέπνεαν ἄρωμα παλαιικό. Ὁ ναός, τρίκλιτη βασιλικὴ χωρὶς τροῦλο, στέκει ἐκεῖ ἴδιος κι ἀπαράλλακτος σὲ συνεχῆ λειτουργία ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα, τὰ χρόνια ποὺ τὸν ἔκτισαν οἱ αὐτοκράτορες. Οἱ δώδεκα κολῶνες – ἕξι καὶ ἕξι ποὺ ὁρίζουν τὰ τρία κλίτη – σηματοδοτοῦν τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ χρόνου κι ἐντοιχισμένα μέσα τους λείψανα ἁγίων ποὺ γιορτάζουν στὸ καθένα τους.
Ὁ Ἑσπερινὸς συνεχίστηκε στὴν ἀκροβασία τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μέχρι τὸ Δι’ εὐχῶν. Μᾶς πλησίασε ὁ Δικαῖος καὶ φανερὰ συγκινημένος ἀπευθύνθηκε στὸν χοράρχη μας: «Νὰ ξέρατε πόσο πίσω στὸ χρόνο μὲ πήγατε σήμερα…». Μόλις ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνειδητοποιήσαμε πὼς γιὰ πρώτη φορὰ ψάλλαμε ὅλοι μαζί. Τὰ κοινὰ ἀκούσματα καὶ ἡ γνήσια ἀγάπη δὲν χρειάζονται πολλὲς πρόβες γιὰ νὰ ὁμοφωνήσουν.
Τῇ ἐπαύριο, ὄρθρου βαθέως, ἡ πανάρχαια ἐκκλησία ἀντιφωνοῦσε τὸν ἀργὸ πολυέλεο Δοῦλοι Κύριον, σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ πρώτου, σύνθεση τοῦ συντοπίτη μᾶς Λακεδαιμόνιου μουσικοῦ κι ἀργότερα ἡ δοξολογία σὲ ἦχο τέταρτο. Ἡ Θεία Λειτουργία ξεκίνησε μὲ σύνθεση τοῦ διδασκάλου Πέτρου καὶ τελείωσε μὲ δική του. Βγήκαμε ἀπὸ τὸ ναὸ γιὰ τὴ λιτανεία τῆς εἰκόνας καὶ τῶν λειψάνων τῆς Οἰκοδέσποινας Αἰκατερίνης. Περάσαμε ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν καταπράσινη Ἁγία Βάτο, τὴν ἴδια ἐκείνη Βάτο τὴν «καιομένην καὶ μὴ καταφλεγομένην», πάντοτε κάτω ἀπὸ τὸ Ὄρος ποὺ ὁ Θεὸς παρέδωσε τὸ νόμο στὸν Μωϋσῆ.
Τὸ πέρας τῆς πανηγύρεως μᾶς βρῆκε συγκινημένους. Οἱ εὐχὲς γιὰ τὰ χρόνια πολλὰ οὐσιαστικές, ἡ χάρη τῆς Ἁγίας ἀποκαλυπτικὰ ἔντονη. Στὴ ἐόρτια τράπεζα ἡ χορωδία ἔψαλλε τὸ Ἄξιόν ἐστι σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ πρώτου ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ παράδοση καὶ κάπως ἔτσι ὁλοκλήρωσε τὴν ψαλτικὴ παρουσία της στὸ Θεοβάδιστο Ὄρος Σινα.
Στὸ μέτρημα τοῦ χρόνου μὲ διαίρεση ἀνθρώπινη βρήκαμε χρόνο – καὶ πὼς ἀλλιῶς νὰ γινόταν ἄλλωστε – νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ μουσεῖο καὶ τὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Τὸ μουσεῖο θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα μικρὰ μουσεῖα στὸν κόσμο. Ἐκεῖ ἐκτίθενται χειρόγραφα καὶ κειμήλια ἀπαράμιλλης τέχνης καὶ ἀνεκτίμητης ἀξίας μεταξύ των ὁποίων παλίμψηστα χειρόγραφα ἀπὸ τὸν 3ο μ.Χ. αἰώνα, περίτεχνα λειτουργικὰ σκεύη, γνήσιο ἀντίγραφο τοῦ Ἀχτιναμὲ (ἡ διαθήκη τοῦ Μωάμεθ μὲ τὴν ὁποία ἐξασφάλιζε τὸ Μοναστήρι ἀπὸ κάθε προσβολὴ ἐναντίου). Στὸ κεντρικὸ δωμάτιο δεσπόζει ἡ πασίγνωστη εἰκόνα τοῦ Κυρίου τοῦ 6ου αἰώνα, κορυφαῖο δεῖγμα ἐγκαυστικῆς τέχνης, ποὺ κανένα ἀντίγραφο δὲν ἔχει καταφέρει μέχρι σήμερα νὰ ἀποδώσει τὸ κάλλος της. Κοιτάζοντάς την ἀπὸ κοντά, τὸ διττὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου σὲ καθηλώνει. Τέμνοντας τὸ Πρόσωπό Του στὴ μέση ἀποκαλύπτεται ἡ θεανθρώπινη φύση Του, ἡ τέλεια δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη. Ἡ κατὰ πρόσωπο θέαση τῆς εἰκόνας μένει γιὰ πάντα ἀνεξίτηλη στὴ μνήμη κι αὐτὸ δὲν εἶναι αὐταπάτη.
Στη νότια πτέρυγα τοῦ Μοναστηριοῦ στεγάζεται στὸν τρίτο ὄροφο ἡ περίφημη βιβλιοθήκη ποὺ τὴν περίοδο αὐτὴ βρίσκεται σὲ διαδικασία κτηριακὴς ἀνακατασκευῆς. Ἡ μεγαλύτερη σὲ ὄγκο καὶ σὲ σπουδαιότητα βιβλιοθήκη ἑλληνικῶν χειρογράφων, ἀριθμεῖ πάνω ἀπὸ 5000 ! χειρόγραφα ἀπὸ 27 διαφορετικὲς γλῶσσες. Ἡ ξηρασία τῆς ἐρήμου καὶ τὸ ἀδιάκοπό τῆς λειτουργίας τῆς Μονῆς γιὰ αἰῶνες, ὁ ἀέναος κόπος τῶν πατέρων καὶ ἡ προστασία τῆς Ἁγίας ἀνέδειξαν τὴ βιβλιοθήκη σὲ πολύτιμο θησαυροφυλάκιο ἑλληνικοῦ καὶ παγκόσμιου πολιτισμοῦ.
Μᾶς ὑποδέχθηκε ὁ ἀσκητικὸς στὴ μορφὴ καὶ ἤσυχος στὸ πνεῦμα π. Ἰουστίνος. Μᾶς ξενάγησε στὸ ἐργαστήριο ψηφιοποίησης παλίμψηστων χειρογράφων, μᾶς ἐνημέρωσε σχετικὰ μὲ τὴ βιβλιοθήκη καὶ σὲ ἕνα τραπεζάκι ἐπάνω εἶχε ἕτοιμα μιὰ σειρὰ ἀπὸ μουσικὰ χειρόγραφα ποὺ εἴχαμε ἀπὸ μέρες ζητήσει. Ἐμπειρία μοναδικὴ νὰ ἀκουμπᾶ κανεὶς χειρόγραφα πεντακοσίων χρόνων, νὰ ζωντανεύει μὲ τὶς αἰσθήσεις του τὸν κωδικογράφο ἢ τὸν ψάλτη ποὺ πρὶν ἑκατοντάδες χρόνια χρησιμοποίησαν τοὺς κώδικες αὐτοὺς ἐπάνω στὰ ἀναλόγια ὑμνώντας τὸν Κύριο.
Ξημερώματα Τρίτης 9 Δεκεμβρίου, 02:00 π.μ. Πόρτες ἀνοιγοκλείνουν, βήματα ἀκούγονται πολλά, οἱ ἐλάχιστοι ψίθυροι πληγώνουν τὴν σιωπὴ τῆς Σιναϊτικῆς ἐρήμου. Δυόμιση ὧρες καὶ βάλε δρόμος μέχρι τὸ SharmElSheikh καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μὲ δύο πτήσεις μέχρι τὴν Ἀθήνα. Τὸ τετραήμερό της παραμονῆς φάνηκε σὰν μιὰ στιγμὴ καὶ δὲν εἶναι ὑπερβολή. Ἐδῶ ὁ χρόνος διαστέλλεται καὶ συστέλλεται ἀκανόνιστα, οἱ στιγμὲς βαραίνουν αἰωνιότητα, τὰ χρόνια μοιάζουν «ὡς ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε».
Τὸ ταξίδι αὐτὸ τῆς ἐρήμου εἶναι βέβαιο πὼς θὰ μᾶς ἀκολουθεῖ στὶς ἀναμνήσεις μας καὶ ἴσως ἤδη νὰ ὑφαίνει τὰ ὄνειρά μας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλα ἀπὸ τὴν διάδοση τῆς τέχνης τοῦ συντοπίτη μας μουσικοῦ κυρ Πέτρου τοῦ Λαμπαδαρίου. Τοῦ Λακεδαιμονίου !!
Εὐάγγελος Θ. Θεοδώρου
Βιβλιοθηκονόμος
Πρόεδρος Μουσικοῦ Συνδέσμου Λακωνίας "Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος"
Ἐπιστημονικὸς Συνεργάτης Ἱ.Μ.Σινᾶ
[1] Καζαντάκης Νίκος, Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο, Ἔρημος-Σινὰ
[2] Ἔξοδος, 3, 5
[3] Ψαλμ. ρ΄ 5
[4] Κλίμαξ, Λόγος Δέκατος, ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου
[5] Πλάτων, Πολιτεία, 401b-401c
[6] Ματθ., 18,20