Slide background

 

ex

 

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ στὴν ἔρημο τοῦ ΣΙΝΑ

Πανήγυρις Ἁγίας Αἰκατερίνης 2014

 

«…Ὁ ρυθ­μὸς τῆς κα­μή­λας, κυ­μα­τι­σμὸς καὶ σί­γου­ρος. Συ­νε­παίρ­νει τὸ σῶ­μα σου, τὸ αἷ­μα ρυθ­μί­ζε­ται μὲ τὸ κυ­μά­τι­σμα ἐ­τοῦ­το, καὶ μα­ζὶ μὲ τὸ αἷ­μα καὶ ἡ ψυ­χή σου. Ὁ χρό­νος ἐ­λευ­τε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γε­ω­με­τρι­κὴ ὑ­πο­δι­αί­ρε­ση ὅ­που τὸν ἔ­χει στρι­μώ­ξει καὶ ἐ­ξευ­τε­λί­σει ὁ δυ­τι­κός, νη­φά­λι­ος νους· ἐ­δῶ, μὲ τὸ λί­κνι­σμα τοῦ «κα­ρα­βι­οῦ τῆς ἐ­ρή­μου» ὁ χρό­νος ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ἀ­πὸ τὰ μα­θη­μα­τι­κὰ στέ­ρε­α σύ­νο­ρα, γί­νε­ται οὐ­σί­α ρε­ού­με­νη καὶ ἀ­δι­αί­ρε­τη, ἕ­νας ἀ­λα­φρὸς με­θυ­στι­κὸς ἴ­λιγ­γος μοῦ με­του­σι­ώ­νει τὴ σκέ­ψη σὲ ὀ­νει­ρο­πό­λη­μα καὶ μου­σι­κή…[1]».

 Μου­σι­κὴ ρω­μαί­ι­κη, πα­λαι­ι­κή, γραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τοῦ δι­δα­σκά­λου Πέ­τρου, ἱ­κα­νὴ νὰ συ­νο­δεύ­σει τὸ τα­ξί­δι στὴ γῆ ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος συ­νάν­τη­σε ξα­νὰ τὸ Θε­ὸ κα­τά­μα­τα. «Ὁ γὰρ τό­πος, ἐν ὦ σὺ ἔ­στη­κας, γῆ ἁ­γί­α ἐ­στι[2]». Ἐ­τοῦ­τος ὁ τό­πος ὅ­μως εἶ­ναι τό­πος ἔ­ρη­μος.

«Τί εἶ­ναι ἡ ἔ­ρη­μος πά­τερ;» ρώ­τη­σε ὁ Λά­κω­νας Ἰ­ω­άν­νης τὸν ἐ­ρη­μί­τη Λά­κω­να π. Ἰ­ω­άν­νη. «Χῶ­μα, γρα­νί­της κι οὐ­ρα­νός. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ ἔ­ρη­μος», ἀ­πάν­τη­σε.Σὲ τοῦ­το τὸ χῶ­μα πά­τη­σαν τὰ πό­δι­α μας, σὲ αὐ­τὸ τὸν ἀ­τέ­λει­ω­το καὶ συμ­πα­γῆ γρα­νί­τη ἀν­τή­χη­σαν οἱ φω­νές μας, σὲ αὐ­τὸν τὸν βα­θὺ μπλὲ οὐ­ρα­νὸ κα­τευ­θύν­θη­καν ὡς θυ­μί­α­μα οἱ προ­σευ­χές μας.

Νύχ­τα φτά­σα­με ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κῶς στὸ SharmElSheikh, νό­τι­α στὴ μύ­τη τῆς χερ­σο­νή­σου τοῦ Σι­νᾶ. Μό­νη μας ἔ­γνοι­α, τὸ σκο­τά­δι ποὺ θὰ ἔ­κρυ­βε στὸ τα­ξί­δι μας τὴ βρα­χώ­δη ἔ­ρη­μο μὰ λο­γα­ρι­ά­ζα­με χω­ρὶς τὸν νυχ­τε­ρι­νὸ οἰ­κο­δε­σπό­τη.

Σὰν πή­ρα­με νὰ ἀ­νη­φο­ρί­ζου­με σι­γὰ σι­γὰ γι­ὰ τὰ 1600μ. ὑ­ψό­με­τρο, ἕ­να φεγ­γά­ρι στρογ­γυ­λὸ μὰ ὄ­χι ὁ­λό­γι­ο­μο ἀ­χρή­στευ­ε τὰ φῶ­τα τοῦ αὐ­το­κι­νή­του κι ἔ­κα­νε τὴν ἔ­ρη­μο νὰ φεγ­γο­βο­λᾶ ἀ­πό­κο­σμα. Ὁ Μο­χά­μεντ ὁ­δη­γοῦ­σε γορ­γὰ πρὸς τὸ κά­στρο τῆς Ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης, ὁ ἀ­έ­ρας γι­νό­ταν δρο­σε­ρός, ἡ νύχ­τα ἄλ­λα­ξε τὸ ἡ­με­ρο­λό­γι­ο καὶ σὰν φτά­σα­με στὸ μο­να­στή­ρι ἦ­ταν ὁ μή­νας ἤ­δη 6 Δε­κεμ­βρί­ου, 23 Νο­εμ­βρί­ου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό. Ὁ βρά­χος τοῦ Ὄ­ρους Χω­ρὴβ ἔ­στε­κε ἐ­πι­βλη­τι­κὸς ἀ­πὸ πά­νω μας στὸ κα­λω­σό­ρι­σμα. Ὁ    Εὐ­άγ­γε­λος ἔ­κα­νε τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες συ­στά­σεις μὲ τὸν τό­πο καὶ τὸ χρό­νο. Καὶ τὰ δυ­ὸ αὐ­τὰ ἦ­ταν ἄ­γνω­στα στὴν ὑ­πό­λοι­πη πα­ρέ­α. Ἡ ὥ­ρα, κα­τὰ πὼς τὴ με­τρᾶ­νε οἱ ἄν­θρω­ποι, πε­ρα­σμέ­νες μί­α κι ἔ­πρε­πε νὰ ση­κω­θοῦ­με σὲ τρεῖς ὧ­ρες.

Ἡ χα­ραυ­γὴ μᾶς βρῆ­κε στὸ μι­κρο­σκο­πι­κὸ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Ἁ­γί­ας Βά­του γι­ὰ τὴν Σαβ­βα­τι­ά­τι­κη λει­τουρ­γί­α. Ὁ π. Εὐ­μέ­νι­ος – Δι­καῖ­ος της Μο­νῆς – συλ­λει­τουρ­γὸς μὲ τὸν δι­κό μας πα­πα-Χρυ­σο­βα­λάν­τη. Ψάλ­τες οἱ Λα­κε­δαι­μό­νι­οι χο­ρω­δοί. Οἱ με­τρη­μέ­νοι στὰ δάχ­τυ­λα λί­γοι ἀ­κό­μα προ­σκυ­νη­τὲς καὶ ἀ­ο­ρά­τως οἱ κτή­το­ρες Ἰ­ου­στι­νι­α­νὸς καὶ Θε­ο­δώ­ρα. Ὅ­λοι μα­ζὶ εἰ­κο­νί­ζον­τες τὰ χε­ρου­βὶμ προ­σά­δου­με τὸν τρι­σά­γι­ο ὕ­μνο σὲ ἦ­χο τέ­ταρ­το (ἅ­γι­α) τοῦ δι­δα­σκά­λου Πέ­τρου. Καὶ λί­γο πρὶν μᾶς κα­λέ­σει ὁ πα­πὰς «Με­τὰ φό­βου πί­στε­ως καὶ ἀ­γά­πης» στὴν κοι­νω­νί­α μὲ Ἐ­κεῖ­νον, ψάλ­λα­με μυ­στι­κο­πα­θῶς τὸ κοι­νω­νι­κό του Σαβ­βά­του «Μα­κά­ρι­οι οὕς ἐ­ξε­λέ­ξω» σὲ ἦ­χο πλά­γι­ο τοῦ πρώ­του, κα­θὼς συ­νέ­θε­σε ὁ συν­το­πί­της.

 Στὸ σα­λό­νι μὲ ζε­στὸ κα­φὲ τούρ­κι­κο ἔ­γι­νε ἡ πρώ­τη συ­νάν­τη­ση μὲ τοὺς πα­τέ­ρες, με­τὰ ἡ γνω­ρι­μί­α μὲ τὸ ἀρ­χαῖ­ο κά­στρο ποὺ πε­ρι­βά­λει τὸ κα­θο­λι­κὸ καὶ ἀ­μέ­σως – φορ­τω­μέ­νοι οἱ πολ­λοὶ σὲ μι­ὰ κα­ρότ­σα μὲ κα­τεύ­θυν­ση λί­γο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χω­ρι­ὸ ποὺ τε­λευ­ταί­α ἔχ­τι­σαν οἱ νο­μά­δες βε­δου­ί­νοι – γι­ὰ τὸ φα­ράγ­γι τοῦ Ὁ­σί­ου Ἰ­ω­άν­νη τῆς Κλί­μα­κος. Ἐ­κεῖ ποὺ ὁ Ἅ­γι­ος καὶ ἐ­μεῖς συ­ναν­τή­σα­με τὸν τό­πο ποὺ ἀ­κού­γε­ται ὁ ἦ­χος τῆς σι­ω­πῆς. Εἶ­ναι πράγ­μα­τι ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ περ­πα­τή­σει κα­νεὶς σὲ τό­πους σὰν αὐ­τὸν γι­ὰ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ κα­τα­λά­βει πὼς οἱ ρο­ὲς τῶν δα­κρύ­ων μπο­ροῦν νὰ γε­ωρ­γή­σουν τὸ ἄ­γο­νο της ἐ­ρή­μου, ὄ­πως λέ­ει καὶ τὸ τρο­πά­ρι.

Τρεῖς τε­ρά­στι­οι βρά­χοι στὸ πρα­νές του φα­ραγ­γι­οῦ σχη­μα­τί­ζουν μι­ὰ μι­κρὴ κοι­λό­τη­τα. Γι­ὰ νὰ μπεῖ κα­νεὶς πρέ­πει νὰ κλί­νει τὸν αὐ­χέ­να. Νὰ κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα τὸν γρα­νί­τη τῆς ἐ­ρή­μου. Ἀ­νά­ψα­με κε­ρί. Ὁ πά­πα-Χρυ­σο­βα­λάν­της ἔ­βα­λε «εὐ­λο­γη­τὸς» καὶ ἔ­κα­νε μι­ὰ σύν­το­μη δέ­η­ση. Μέ­χρι νὰ τε­λει­ώ­σει μνη­μο­νεύ­ον­τας ὀ­νο­μα­στι­κά τα μέ­λη τῆς χο­ρω­δί­ας οἱ ἀ­νά­σες εἶ­χαν ἠ­ρε­μήσει. Οἱ λο­γι­σμοὶ καὶ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα πῆ­ραν νὰ ξε­δι­α­λύ­νουν, ἡ ἔ­ρη­μος νὰ δι­δά­σκει.

Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν Σι­να­ϊ­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση ἀ­να­γνώ­σα­με ἀ­πὸ τὴν Κλί­μα­κα τὸν 10ο λό­γο «Πε­ρὶ κα­τα­λα­λι­ᾶς» καὶ με­τὰ ὁ πα­πάς μας, ἔ­κα­νε ἀ­πό­λυ­ση. Ἄλ­λοι βγῆ­καν ἔ­ξω, ἄλ­λοι στά­θη­καν μέ­σα στὸ ἀ­σκη­τα­ρι­ό. Ἡ ὥ­ρα τῆς συ­νάν­τη­σης μὲ τὴν ἐ­λεγ­χθέν­τα ἐ­γω­ϊ­σμό μας ἦ­ταν γε­γο­νός…Στὸ νοῦ μας στρι­φο­γύ­ρι­ζαν τὰ ἄρ­τι ἀ­να­γνω­σθέν­τα:

«Ἄ­κου­σα με­ρι­κοὺς νὰ κα­τα­λα­λοῦν καὶ τοὺς ἐ­πέ­πλη­ξα. Καὶ γι­ὰ νὰ δι­και­ο­λο­γη­θοῦν οἱ ἐρ­γά­τες αὐ­τοὶ τοῦ κα­κοῦ, μοῦ ἀ­πήν­τη­σαν ὅ­τι τὸ ἔ­κα­ναν ἀ­πὸ ἀ­γά­πη καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον πρὸς αὐ­τὸν ποὺ κα­τέ­κρι­ναν. Ἐ­γὼ τό­τε τοὺς εἶ­πα νὰ τὴν ἀ­φή­σουν αὐ­τοῦ του εἴ­δους τὴν ἀ­γά­πη, γι­ὰ νὰ μὴ δι­α­ψευ­σθῆ ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­πε: «Τὸν κα­τα­λα­λοῦν­τα λά­θρα τὸν πλη­σί­ον αὐ­τοῦ, τοῦ­τον ἐ­ξε­δί­ω­κον[3]». Ἐ­ὰν ἰ­σχυ­ρί­ζε­σαι ὅ­τι ἀ­γα­πᾶς τὸν ἄλ­λον, ἄς προ­σεύ­χε­σαι μυ­στι­κὰ γι᾿ αὐ­τὸν καὶ ἄς μὴ τὸν κα­κο­λο­γῆς. Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ τρό­πος τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι εὐ­πρόσ­δε­κτος ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο[4]».

Ξεκινήσαμε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς σκυφτοί· σιωπηλοί. Στὴ θέ­α τῶν βε­δου­ί­νων γυ­ναι­κὼν ποὺ ἔ­κρυ­βαν τὰ πρό­σω­πά τους νὰ μὴ τὰ δεῖ ξέ­νου ἀν­τρὸς τὸ μά­τι, συ­ναν­τή­σα­με τὸ πά­γω­μα τοῦ χρό­νου σὲ σάρ­κα ζων­τα­νή. Εἶ­μαι βέ­βαι­ος πὼς τὴν ἴ­δι­α θέ­α, ἴ­δι­α κι ἀ­πα­ράλ­λα­κτη, ἀν­τί­κρι­ζε καὶ ὁ Ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης κον­τὰ χί­λι­α πεν­τα­κό­σι­α χρό­νι­α πρίν…Κά­που ἐ­κεῖ καὶ τὸ ἀρ­χέ­γο­νο ὑ­παί­θρι­ο πα­ζά­ρι ὅ­που πω­λη­τὴς καὶ ἀ­γο­ρα­στὴς πε­τοῦν στὰ ἄ­χρη­στα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τὶς δι­ε­θνὴς ἀ­γο­ρὲς καὶ τὰ χρη­μα­τι­στή­ρι­α, με­τρών­τας τὴν ἀ­ξί­α τοῦ πω­λού­με­νου ἀ­πά­νω στὸ στιγ­μι­αῖ­ο χτί­σι­μο τῆς κα­τὰ πρό­σω­πο σχέ­σης τῶν ἀν­θρώ­πων.

 Αρ­γό­τε­ρα, στὴν προ­ε­όρ­τι­α τρά­πε­ζα ἐ­πι­σή­μως ἡ Μο­νὴ κα­λω­σό­ρι­ζε τοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους χο­ρω­δούς. Κι ἐ­μεῖς μὲ τὴ σει­ρά μας – φι­λο­ξε­νί­ας ἕ­νε­κα τῶν συ­να­δέλ­φων ἱ­ε­ρο­ψαλ­τῶν ποὺ θὰ ἀν­τι­φω­νοῦ­σαν στὴν πα­νή­γυ­ρη – Σαβ­βά­το ἀ­πό­γευ­μα καὶ Κυ­ρι­α­κὴ πρω­ὶ στα­θή­κα­με στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ ἀ­να­λό­γι­ο. Τὰ μά­τι­α καὶ τὰ αὐ­τι­ά, οἱ αἰ­σθή­σεις ὅ­λες σὲ ἐ­γρή­γορ­ση. Ἡ προ­σμο­νὴ στὴν ἔν­τα­ση ποὺ τῆς πρέ­πει. Τῇ ἐ­παύ­ρι­ο κα­λού­μα­σταν νὰ ση­κώ­σου­με τὸ βά­ρος τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ μου­σι­κοῦ μας συν­δέ­σμου, ἐ­πί­ση­μα προ­σκε­κλη­μέ­νου τῆς πα­νη­γυ­ρι­κῶς ἐ­ορ­τα­ζού­σης Ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης τῆς Παν­σό­φου.

«…Ἄ­ρ’ οὖν τοῖς ποι­η­ταῖς ἡ­μῖν μό­νον ἐ­πι­στα­τη­τέ­ον καὶ προ­σα­ναγ­κα­στέ­ον τὴν τοῦ ἀ­γα­θοῦ εἰ­κό­να ἤ­θους ἐμ­ποι­εῖν τοῖς ποι­ή­μα­σιν…τὸ κα­κό­η­θες τοῦ­το καὶ ἀ­κό­λα­στον καὶ ἀ­νε­λεύ­θε­ρον καὶ ἄ­σχη­μον μή­τε ἐν εἰ­κό­σι ζώ­ων μή­τε ἐν οἰ­κο­δο­μή­μα­σι μή­τε ἐν ἄλ­λω μη­δε­νὶ δη­μι­ουρ­γου­μέ­νω ἐμ­ποι­εῖν… ἀλ­λ’ ἐ­κεί­νους ζη­τη­τέ­ον τοὺς δη­μι­ουρ­γούς τους εὐ­φυ­ῶς δυ­να­μέ­νους ἰ­χνεύ­ειν τὴν τοῦ κα­λοῦ τὲ καὶ εὐ­σχή­μο­νος φύ­σιν…[5]»

Ἕ­νας τέ­τοι­ος εὐ­φυ­ὴς δη­μι­ουρ­γὸς ὑ­πῆρ­ξε ὁ συν­το­πί­της μας συν­θέ­της Πέ­τρος ποὺ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τοῦ ἴ­χνευ­σε τὸ κάλ­λος τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ τὸ προ­σέ­φε­ρε στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς ἐκ­κλη­σί­ας πρὸς δό­ξα Του.

Κυ­ρι­α­κὴ πρω­ὶ με­τὰ τὴν λει­τουρ­γί­α, ἀ­νά­με­σα στὰ ἀρ­χέ­γο­να βρά­χι­α ποὺ τα­ξί­δευ­αν τὴ σκέ­ψη μας ἴ­σα πί­σω στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, πί­να­με κα­φὲ μὲ τοὺς κα­λο­γέ­ρους τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ καὶ κό­σμο πο­λὺ ποὺ εἶ­χε ἔρ­θει νὰ προ­σκυ­νή­σει τὴν Ἁ­γί­α στὴ χά­ρη της. Ἡ προ­σμο­νὴ με­γά­λη γι­ὰ τὴν πα­νη­γυ­ρι­κὴ ἀ­κο­λου­θί­α ποὺ θὰ ἄρ­χι­ζε νω­ρὶς τὸ ἀ­πό­γευ­μα.

Μα­ζευ­τή­κα­με στὸ μι­κρὸ ἀρ­χον­τα­ρί­κι στὴν πτέ­ρυ­γα ὅ­που βρί­σκον­ται τὰ κε­λι­ὰ τῶν προ­σκυ­νη­τῶν γι­ὰ μι­ὰ μι­κρὴ πρό­βα καὶ συ­ζή­τη­ση ψαλ­τι­κή. Μα­ζί μας καὶ ὁ Γι­ῶρ­γος. Ἕ­νας ἐ­ξαί­ρε­τος νέ­ος ἐ­πι­στή­μο­νας, εὐ­γε­νὴς καὶ ὄ­χι εὐ­γε­νι­κός, ποὺ τὸν συ­ναν­τή­σα­με στὸ μο­να­στή­ρι γι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ μὰ ἦ­ταν σὰν νὰ γνω­ρι­ζό­μα­σταν χρό­νι­α. Ἔτ­σι εἶ­ναι ἡ ψαλ­τι­κή, ἐν ἐ­νὶ στό­μα­τι καὶ μι­ᾶ καρ­δί­α. Ἔτ­σι τὸ θέ­λει καὶ ὁ Κύ­ρι­ος «οὗ γάρ εἰ­σι δύ­ο ἢ τρεῖς συ­νηγ­μέ­νοι εἰς τὸ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα, ἐ­κεῖ εἰ­μι ἐν μέ­σῳ αὐ­τῶν [6]».

Ἡ χο­ρω­δί­α ποὺ συγ­κρο­τή­σα­με εἶ­ναι χο­ρω­δί­α ἀ­να­λο­γί­ου, ὄ­χι συ­ναυ­λι­ῶν. Ἐρ­μη­νεύ­ον­τας μό­νο συν­θέ­σεις κλασ­σι­κῶν με­λο­ποι­ῶν θὰ ἐ­πι­χει­ρού­σα­με γι­ὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­κεῖ στὸ Μο­να­στή­ρι τῆς Ἁ­γί­ας Αἰ­κα­τε­ρί­νης στὸ Ὄ­ρος Σι­νά, νὰ ἀ­να­μορ­φώ­σου­με τὴν πα­τρι­αρ­χι­κὴ πα­ρά­δο­ση αἰ­ώ­νων ποὺ θέ­λει τὰ ἀ­να­λό­γι­α νὰ συγ­κρο­τοῦν­ται ἀ­πὸ τὸν πρω­το­ψάλ­τη, δυ­ὸ – τρεῖς δο­με­στί­κους καὶ ἕ­ναν – δυ­ὸ ἰ­σο­κρά­τες. Δι­κός μας πρω­το­ψάλ­της ὁ κ. Τζα­νά­κος Πα­να­γι­ώ­της, ὁ πρῶ­τος ψάλ­της τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Μο­νεμ­βα­σί­ας καὶ Σπάρ­της. Κι ἀ­πὸ κον­τὰ ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι, νέ­οι στὰ ἀ­να­λό­γι­α καὶ νε­α­ροὶ στὴν ἡ­λι­κί­α, μὲ ὕ­φος δω­ρι­κὸ καὶ πο­λί­τι­κο ζη­τού­σα­με νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψου­με τὸν δι­δά­σκα­λο Πέ­τρο σὲ τού­τη τὴν ἄ­γο­νη γῆ.

Ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας ἀ­πὸ τοὺς Ἁ­γί­ους Τό­πους, ὁ Ἰ­ορ­δά­νου Θε­ο­φύ­λα­κτος, εὐ­λό­γη­σε κι ὕ­στε­ρα μὲ κα­τά­νυ­ξη σὲ ρυθ­μὸ γορ­γὸ κα­θὼς τῆς πρέ­πει τῆς ἐ­ρή­μου, ξε­κι­νή­σα­με νὰ ψάλ­λου­με τὰ Ἀ­νοι­ξαν­τά­ρι­α τοῦ Φω­κα­έ­α, ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸ Κύ­ρι­ε ἐ­κέ­κρα­ξα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ οἱ ὕ­μνοι τῆς Ἁ­γί­ας. Ὁ να­ὸς γε­μά­τος προ­σκυ­νη­τὲς κι ὁ­λό­φω­τος ἀ­π’ τὰ πε­ρί­τε­χνα καν­τή­λι­α κρε­μα­σμέ­να ἀ­πὸ τὴν ὀ­ρο­φὴ καὶ τοὺς πο­λυ­ε­λέ­ους ποὺ ἔ­φεγ­γαν μὲ με­λισ­σο­κέ­ρι­α. Ρεῦ­μα δὲν ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο στὰ φω­τι­στι­κά τῶν ἀ­να­λο­γί­ων κι αὐ­τὸ γι­ὰ νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν­ται οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι Σι­να­ΐ­τες κα­λό­γε­ροι. Ὅ­λα ἀ­πέ­πνε­αν ἄ­ρω­μα πα­λαι­ι­κό. Ὁ να­ός, τρί­κλι­τη βα­σι­λι­κὴ χω­ρὶς τροῦ­λο, στέ­κει ἐ­κεῖ ἴ­δι­ος κι ἀ­πα­ράλ­λα­κτος σὲ συ­νε­χῆ λει­τουρ­γί­α ἀ­πὸ τὸν 5ο αἰ­ώ­να, τὰ χρό­νι­α ποὺ τὸν ἔ­κτι­σαν οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες. Οἱ δώ­δε­κα κο­λῶ­νες – ἕ­ξι καὶ ἕ­ξι ποὺ ὁ­ρί­ζουν τὰ τρί­α κλί­τη – ση­μα­το­δο­τοῦν τοὺς δώ­δε­κα μῆ­νες τοῦ χρό­νου κι ἐν­τοι­χι­σμέ­να μέ­σα τους λεί­ψα­να ἁ­γί­ων ποὺ γι­ορ­τά­ζουν στὸ κα­θέ­να τους.

Ὁ Ἑ­σπε­ρι­νὸς συ­νε­χί­στη­κε στὴν ἀ­κρο­βα­σί­α τοῦ χώ­ρου καὶ τοῦ χρό­νου μέ­χρι τὸ Δι’ εὐ­χῶν. Μᾶς πλη­σί­α­σε ὁ Δι­καῖ­ος καὶ φα­νε­ρὰ συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πευ­θύν­θη­κε στὸν χο­ράρ­χη μας: «Νὰ ξέ­ρα­τε πό­σο πί­σω στὸ χρό­νο μὲ πή­γα­τε σή­με­ρα…». Μό­λις ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με πὼς γι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ ψάλ­λα­με ὅ­λοι μα­ζί. Τὰ κοι­νὰ ἀ­κού­σμα­τα καὶ ἡ γνή­σι­α ἀ­γά­πη δὲν χρει­ά­ζον­ται πολ­λὲς πρό­βες γι­ὰ νὰ ὁ­μο­φω­νή­σουν.

Τῇ ἐ­παύ­ρι­ο, ὄρ­θρου βα­θέ­ως, ἡ πα­νάρ­χαι­α ἐκ­κλη­σί­α ἀν­τι­φω­νοῦ­σε τὸν ἀρ­γὸ πο­λυ­έ­λε­ο Δοῦ­λοι Κύ­ρι­ον, σὲ ἦ­χο πλά­γι­ο τοῦ πρώ­του, σύν­θε­ση τοῦ συν­το­πί­τη μᾶς Λα­κε­δαι­μό­νι­ου μου­σι­κοῦ κι ἀρ­γό­τε­ρα ἡ δο­ξο­λο­γί­α σὲ ἦ­χο τέ­ταρ­το. Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ξε­κί­νη­σε μὲ σύν­θε­ση τοῦ δι­δα­σκά­λου Πέ­τρου καὶ τε­λεί­ω­σε μὲ δι­κή του. Βγή­κα­με ἀ­πὸ τὸ να­ὸ γι­ὰ τὴ λι­τα­νεί­α τῆς εἰ­κό­νας καὶ τῶν λει­ψά­νων τῆς Οἰ­κο­δέ­σποι­νας Αἰ­κα­τε­ρί­νης. Πε­ρά­σα­με ἐμ­πρὸς ἀ­πὸ τὴν κα­τα­πρά­σι­νη Ἁ­γί­α Βά­το, τὴν ἴ­δι­α ἐ­κεί­νη Βά­το τὴν «και­ο­μέ­νην καὶ μὴ κα­τα­φλε­γο­μέ­νην», πάν­το­τε κά­τω ἀ­πὸ τὸ Ὄ­ρος ­ποὺ ὁ Θε­ὸς πα­ρέ­δω­σε τὸ νό­μο στὸν Μω­ϋ­σῆ.

 Τὸ πέ­ρας τῆς πα­νη­γύ­ρε­ως μᾶς βρῆ­κε συγ­κι­νη­μέ­νους. Οἱ εὐ­χὲς γι­ὰ τὰ χρό­νι­α πολ­λὰ οὐ­σι­α­στι­κές, ἡ χά­ρη τῆς Ἁ­γί­ας ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὰ ἔν­το­νη. Στὴ ἐ­όρ­τι­α τρά­πε­ζα ἡ χο­ρω­δί­α ἔ­ψαλ­λε τὸ Ἄ­ξι­όν ἐ­στι σὲ ἦ­χο πλά­γι­ο τοῦ πρώ­του ἀ­πὸ τὴν πα­τρι­αρ­χι­κὴ πα­ρά­δο­ση καὶ κά­πως ἔτ­σι ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὴν ψαλ­τι­κὴ πα­ρου­σί­α της στὸ Θε­ο­βά­δι­στο Ὄ­ρος Σι­να.

Στὸ μέ­τρη­μα τοῦ χρό­νου μὲ δι­αί­ρε­ση ἀν­θρώ­πι­νη βρή­κα­με χρό­νο – καὶ πὼς ἀλ­λι­ῶς νὰ γι­νό­ταν ἄλ­λω­στε – νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦ­με τὸ μου­σεῖ­ο καὶ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς. Τὸ μου­σεῖ­ο θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς εἰ­δι­κοὺς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα μι­κρὰ μου­σεῖ­α στὸν κό­σμο. Ἐ­κεῖ ἐ­κτί­θεν­ται χει­ρό­γρα­φα καὶ κει­μή­λι­α ἀ­πα­ρά­μιλ­λης τέ­χνης καὶ ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας με­τα­ξύ των ὁ­ποί­ων πα­λίμ­ψη­στα χει­ρό­γρα­φα ἀ­πὸ τὸν 3ο μ.Χ. αἰ­ώ­να, πε­ρί­τε­χνα λει­τουρ­γι­κὰ σκεύ­η, γνή­σι­ο ἀν­τί­γρα­φο τοῦ Ἀχ­τι­να­μὲ (ἡ δι­α­θή­κη τοῦ Μω­ά­μεθ μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε τὸ Μο­να­στή­ρι ἀ­πὸ κά­θε προ­σβο­λὴ ἐ­ναν­τί­ου). Στὸ κεν­τρι­κὸ δω­μά­τι­ο δε­σπό­ζει ἡ πα­σί­γνω­στη εἰ­κό­να τοῦ Κυ­ρί­ου τοῦ 6ου αἰ­ώ­να, κο­ρυ­φαῖ­ο δεῖγ­μα ἐγ­καυ­στι­κῆς τέ­χνης, ποὺ κα­νέ­να ἀν­τί­γρα­φο δὲν ἔ­χει κα­τα­φέ­ρει μέ­χρι σή­με­ρα νὰ ἀ­πο­δώ­σει τὸ κάλ­λος της. Κοι­τά­ζον­τάς την ἀ­πὸ κον­τά, τὸ διτ­τὸ βλέμ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου σὲ κα­θη­λώ­νει. Τέ­μνον­τας τὸ Πρό­σω­πό Του στὴ μέ­ση ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ θε­αν­θρώ­πι­νη φύ­ση Του, ἡ τέ­λει­α δι­και­ο­σύ­νη καὶ ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­γά­πη. Ἡ κα­τὰ πρό­σω­πο θέ­α­ση τῆς εἰ­κό­νας μέ­νει γι­ὰ πάν­τα ἀ­νε­ξί­τη­λη στὴ μνή­μη κι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι αὐ­τα­πά­τη.

 Στη νό­τι­α πτέ­ρυ­γα τοῦ Μο­να­στη­ρι­οῦ στε­γά­ζε­ται στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο ἡ πε­ρί­φη­μη βι­βλι­ο­θή­κη ποὺ τὴν πε­ρί­ο­δο αὐ­τὴ βρί­σκε­ται σὲ δι­α­δι­κα­σί­α κτη­ρι­α­κὴς ἀ­να­κα­τα­σκευ­ῆς. Ἡ με­γα­λύ­τε­ρη σὲ ὄγ­κο καὶ σὲ σπου­δαι­ό­τη­τα βι­βλι­ο­θή­κη ἑλ­λη­νι­κῶν χει­ρο­γρά­φων, ἀ­ριθ­μεῖ πά­νω ἀ­πὸ 5000 ! χει­ρό­γρα­φα ἀ­πὸ 27 δι­α­φο­ρε­τι­κὲς γλῶσ­σες. Ἡ ξη­ρα­σί­α τῆς ἐ­ρή­μου καὶ τὸ ἀ­δι­ά­κο­πό τῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς Μο­νῆς γι­ὰ αἰ­ῶ­νες, ὁ ἀ­έ­να­ος κό­πος τῶν πα­τέ­ρων καὶ ἡ προ­στα­σί­α τῆς Ἁ­γί­ας ἀ­νέ­δει­ξαν τὴ βι­βλι­ο­θή­κη σὲ πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κι­ο ἑλ­λη­νι­κοῦ καὶ παγ­κό­σμι­ου πο­λι­τι­σμοῦ.

 Μᾶς ὑ­πο­δέ­χθη­κε ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς στὴ μορ­φὴ καὶ ἤ­συ­χος στὸ πνεῦ­μα π. Ἰ­ου­στί­νος. Μᾶς ξε­νά­γη­σε στὸ ἐρ­γα­στή­ρι­ο ψη­φι­ο­ποί­η­σης πα­λίμ­ψη­στων χει­ρο­γρά­φων, μᾶς ἐ­νη­μέ­ρω­σε σχε­τι­κὰ μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη καὶ σὲ ἕ­να τρα­πε­ζά­κι ἐ­πά­νω εἶ­χε ἕ­τοι­μα μι­ὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ μου­σι­κὰ χει­ρό­γρα­φα ποὺ εἴ­χα­με ἀ­πὸ μέ­ρες ζη­τή­σει. Ἐμ­πει­ρί­α μο­να­δι­κὴ νὰ ἀ­κουμ­πᾶ κα­νεὶς χει­ρό­γρα­φα πεν­τα­κο­σί­ων χρό­νων, νὰ ζων­τα­νεύ­ει μὲ τὶς αἰ­σθή­σεις του τὸν κω­δι­κο­γρά­φο ἢ τὸν ψάλ­τη ποὺ πρὶν ἑ­κα­τον­τά­δες χρό­νι­α χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τοὺς κώ­δι­κες αὐ­τοὺς ἐ­πά­νω στὰ ἀ­να­λό­γι­α ὑ­μνών­τας τὸν Κύ­ρι­ο.

Ξη­με­ρώ­μα­τα Τρί­της 9 Δε­κεμ­βρί­ου, 02:00 π.μ. Πόρ­τες ἀ­νοι­γο­κλεί­νουν, βή­μα­τα ἀ­κού­γον­ται πολ­λά, οἱ ἐ­λά­χι­στοι ψί­θυ­ροι πλη­γώ­νουν τὴν σι­ω­πὴ τῆς Σι­να­ϊ­τι­κῆς ἐ­ρή­μου. Δυ­ό­μι­ση ὧ­ρες καὶ βά­λε δρό­μος μέ­χρι τὸ SharmElSheikh καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μὲ δύ­ο πτή­σεις μέ­χρι τὴν Ἀ­θή­να. Τὸ τε­τρα­ή­με­ρό της πα­ρα­μο­νῆς φά­νη­κε σὰν μι­ὰ στιγ­μὴ καὶ δὲν εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λή. Ἐ­δῶ ὁ χρό­νος δι­α­στέλ­λε­ται καὶ συ­στέλ­λε­ται ἀ­κα­νό­νι­στα, οἱ στιγ­μὲς βα­ραί­νουν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, τὰ χρό­νι­α μοι­ά­ζουν «ὡς ἡ­μέ­ρα ἡ ἐ­χθές, ἥ­τις δι­ῆλ­θε».

Τὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ τῆς ἐ­ρή­μου εἶ­ναι βέ­βαι­ο πὼς θὰ μᾶς ἀ­κο­λου­θεῖ στὶς ἀ­να­μνή­σεις μας καὶ ἴ­σως ἤ­δη νὰ ὑ­φαί­νει τὰ ὄ­νει­ρά μας, ποὺ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λα ἀ­πὸ τὴν δι­ά­δο­ση τῆς τέ­χνης τοῦ συν­το­πί­τη μας μου­σι­κοῦ κυρ Πέ­τρου τοῦ Λαμ­πα­δα­ρί­ου. Τοῦ Λα­κε­δαι­μο­νί­ου !!

 

Εὐάγγελος Θ. Θεοδώρου

Βιβλιοθηκονόμος

Πρόεδρος Μουσικοῦ Συνδέσμου Λακωνίας "Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος"

Ἐπιστημονικὸς Συνεργάτης Ἱ.Μ.Σινᾶ

 


[1] Καζαντάκης Νίκος, Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο, Ἔρημος-Σινὰ

[2] Ἔξοδος, 3, 5

[3] Ψαλμ. ρ΄ 5

[4] Κλίμαξ, Λόγος Δέκατος, ἔκδ. Ἱ.Μ.Παρακλήτου

[5] Πλά­των, Πο­λι­τεί­α, 401b-401c

[6] Ματ­θ., 18,20

 

 

 

                                    

                                     

                                 

 

© Copyright 2023 Ιερός Καθεδρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου Δήμου Διονύσου Αττικής Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.