Slide background

Analipsis

Ὁ­μι­λί­α εἰς τήν Ἀ­νά­λη­ψιν τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ

Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου

 

Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ση­με­ρι­νὴ ἑ­ορ­τή; Εἶ­ναι σε­πτὴ καὶ με­γά­λη, ἀ­γα­πη­τέ, καὶ ὑ­περ­βαί­νει τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ καὶ εἶ­ναι ἀν­τά­ξι­α τῆς γεν­ναι­ο­δω­ρί­ας τοῦ Θε­οῦ πού τὴν κα­θι­έ­ρω­σε.

Γι­α­τί σή­με­ρα ἔ­γι­νε συμ­φι­λί­ω­ση τοῦ Θε­οῦ μὲ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Σή­με­ρα δι­α­λύ­θη­κε ἡ πα­λι­ὰ ἔ­χθρα καὶ τε­λεί­ω­σε ὁ μα­κρο­χρό­νι­ος πό­λε­μος.

Σή­με­ρα ἐ­πα­νῆλ­θε κά­ποι­α θαυ­μά­σι­α εἰ­ρή­νη πού πο­τὲ δὲν τὴν πε­ρί­με­ναν προ­η­γου­μέ­νως οἱ ἄν­θρω­ποι. Γι­α­τί ποι­ὸς θὰ ἔλ­πι­ζε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἐ­πρό­κει­το νὰ συμ­φι­λι­ω­θεῖ μὲ τὸν ἄν­θρω­πο;

Ὄ­χι ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ρι­ος μι­σοῦ­σε τὸν ἄν­θρω­πο, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δὴ ὁ ὑ­πη­ρέ­της ἦ­ταν ἀ­δι­ά­φο­ρος· οὔ­τε ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ρι­ος ἦ­ταν σκλη­ρός, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δὴ ὁ δοῦ­λος ἦ­ταν ἀ­χά­ρι­στος.

Θέ­λεις νὰ μά­θεις πῶς ἐ­ξορ­γί­σα­με αὐ­τὸν τὸν φι­λάν­θρω­πο καὶ ἀ­γα­θὸ Κύ­ρι­ό μας; Γι­α­τί, πραγ­μα­τι­κὰ, πρέ­πει νὰ μά­θεις τὴν αἰ­τί­α τῆς προ­η­γού­με­νης ἔ­χθρας μας, ὥ­στε, ὅ­ταν δεῖς ὅ­τι μᾶς τί­μη­σε, ἐ­νῶ ἤ­μα­σταν ἐ­χθροί του καὶ πο­λέ­μι­οι, νὰ θαυ­μά­σεις τὴ φι­λαν­θρω­πί­α αὐ­τοῦ πού μᾶς τί­μη­σε, καὶ νὰ μὴ νο­μί­σεις ὅ­τι ἀ­πὸ δι­κά μας κα­τορ­θώ­μα­τα ἔ­γι­νε ἡ ἀλ­λα­γή, καί, ἀ­φοῦ μά­θεις τὸ μέ­γε­θος τῆς χά­ρης του, νὰ μὴ στα­μα­τή­σεις νὰ τὸν εὐ­χα­ρι­στεῖς δι­αρ­κῶς γι­ὰ τὶς πολ­λές του δω­ρε­ές.

2. Θέ­λεις λοι­πὸν νὰ μά­θεις, πῶς ἐ­ξορ­γί­σα­με τὸν Κύ­ρι­ό μας, τὸν φι­λάν­θρω­πο, τὸν πρά­ο, τὸν ἀ­γα­θό, αὐ­τὸν πού ρυθ­μί­ζει τὰ πάν­τα γι­ὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α; Σκέ­φθη­κε κά­πο­τε νὰ ἐ­ξα­φα­νί­σει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος καὶ τό­σο ὀρ­γί­στη­κε ἐ­ναν­τί­ον μας, ὥ­στε νὰ μᾶς κα­τα­στρέ­ψει μα­ζὶ μὲ τὶς γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­δι­ὰ καὶ τὰ ἄ­γρι­α θη­ρί­α καὶ τὰ κα­τοι­κί­δι­α ζῶ­α καὶ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ γῆ.

Καὶ ἐ­ὰν θέ­λεις, θὰ σοῦ δώ­σω νὰ ἀ­κού­σεις καὶ αὐ­τὴν τὴν ἀ­πό­φα­ση· «Γι­α­τί θὰ ἐ­ξα­λεί­ψω», λέ­γει ὁ Θε­ός, «τὸν ἄν­θρω­πο πού δη­μι­ούρ­γη­σα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο ὅ­λης τῆς γῆς καὶ τὰ θη­ρί­α καὶ τὰ ζῶ­α, γι­α­τί με­τα­νό­η­σα πού δη­μι­ούρ­γη­σα τὸν ἄν­θρω­πο».

Καὶ γι­ὰ νὰ μά­θεις ὅ­τι δὲ μι­σοῦ­σε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἀλ­λά ἀ­πο­στρε­φό­ταν τὴν κα­κί­α, αὐ­τὸς ποὺ εἶ­πε, ὅ­τι «θὰ ἐ­ξα­λεί­ψω τὸν ἄν­θρω­πο πού δη­μι­ούρ­γη­σα ἀ­πό τό πρό­σω­πο τῆς γῆς», λέ­γει στὸν ἄν­θρω­πο, «Εἶ­ναι και­ρὸς κά­θε ἄν­θρω­πος νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει σέ μέ­να».

Ἐ­ὰν ὅ­μως μι­σοῦ­σε τὸν ἄν­θρω­πο, δὲν θὰ συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί του. Τώ­ρα ὅ­μως τὸν βλέ­πεις νὰ μὴ θέ­λει νὰ κά­μει αὐ­τό, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πεί­λη­σε νὰ κά­μει, ἀλ­λά καὶ νὰ δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ὁ Κύ­ρι­ος στὸ δοῦ­λο καὶ νὰ συ­ζη­τᾶ σὰν μὲ ἰ­σό­τι­μο φί­λο καὶ νὰ λέ­γει τὶς αἰ­τί­ες τῆς κα­τα­στρο­φῆς πού πρό­κει­ται νὰ γί­νει, ὄ­χι γι­ὰ νὰ μά­θει τὶς αἰ­τί­ες ὁ ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά, ἀ­φοῦ τὶς πεῖ στοὺς ἄλ­λους, νὰ τοὺς κά­μει πι­ὸ συ­νε­τούς. Ἀλ­λ’, ὅ­πως ἔ­λε­γα προ­η­γου­μέ­νως, τό­σο ἄ­σχη­μα ἔ­πρατ­τε στὴν ἀρ­χή τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὥ­στε κιν­δύ­νευ­σε νὰ χα­θεῖ καὶ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α τὴ γῆ .

Ἀλ­λ’ ἐ­μεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι φα­νή­κα­με ἀ­νά­ξι­οι γι­ὰ τὴ γῆ, σή­με­ρα ἀ­νε­βή­κα­με στοὺς οὐ­ρα­νούς· ἐ­μεῖς πού δὲν ἤ­μα­σταν ἄ­ξι­οι νὰ ἐ­ξου­σι­ά­σου­με τὴ γῆ, ἀ­νε­βή­κα­με στὴν οὐ­ρά­νι­α βα­σι­λεί­α, ξε­πε­ρά­σα­με τοὺς οὐ­ρα­νούς, ἀγ­γί­ξα­με τὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Καὶ τὸ γέ­νος, πού γι’ αὐ­τὸ φύ­λα­γαν τὸν πα­ρά­δει­σο τὰ Χε­ρου­βίμ, σή­με­ρα κά­θε­ται ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ Χε­ρου­βίμ.

Ἀλ­λά πῶς ἔ­γι­νε αὐ­τὸ τὸ θαυ­μα­στὸ καὶ με­γά­λο; πῶς ἐ­μεῖς οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι φα­νή­κα­με ἀ­νά­ξι­οι ἐ­πά­νω στὴ γῆ καὶ χά­σα­με τὴν ἐ­ξου­σί­α σ’ αὐ­τήν, ὁ­δη­γη­θή­κα­με σὲ τό­σο με­γά­λο ὕ­ψος; πῶς κα­ταρ­γή­θη­κε ὁ πό­λε­μος; πῶς ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε ἡ ὀρ­γή; Πῶς;

Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ θαυ­μα­στό, ὅ­τι δη­λα­δὴ ὄ­χι ἐ­πει­δὴ πα­ρα­κα­λέ­σα­με ἐ­μεῖς πού ἄ­δι­κα ὀρ­γι­ζό­μα­στε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λ’ ἐ­πει­δὴ μᾶς πα­ρα­κά­λε­σε αὐ­τός πού δί­και­α ἀ­γα­να­κτοῦ­σε, ἔτ­σι ἔ­γι­νε εἰ­ρή­νη. «Στό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ λοι­πὸν πα­ρα­κα­λοῦ­με, ἐ­πει­δὴ στό πρό­σω­πό μας εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς πού πα­ρα­κα­λεῖ». Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Αὐ­τὸς πε­ρι­φρο­νή­θη­κε καὶ αὐ­τὸς πα­ρα­κα­λεῖ;

Ναί, γι­α­τί εἶ­ναι Θε­ὸς καὶ γι’ αὐ­τὸ, ὡς φι­λάν­θρω­πος πα­τέ­ρας, πα­ρα­κα­λεῖ.

Καὶ πρό­σε­χε τί γί­νε­ται. Με­σί­της εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ πού μᾶς πα­ρα­κα­λεῖ, δὲν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, οὔ­τε ἄγ­γε­λος, οὔ­τε ἀρ­χάγ­γε­λος, οὔ­τε κα­νέ­νας ἀ­πό τούς ὑ­πη­ρέ­τες του. Καὶ τί κά­νει ὁ με­σί­της; Τὴ δου­λει­ὰ τοῦ με­σί­τη. Ὅ­πως δη­λα­δὴ, ὅ­ταν δύ­ο ἄν­θρω­ποι μι­σοῦν­ται με­τα­ξύ τους καὶ δὲν θέ­λουν νὰ συμ­φι­λι­ω­θοῦν, κά­ποι­ος ἄλ­λος, ἀ­φοῦ ἔλ­θει καὶ μπεῖ ἀ­νά­με­σά τους, δι­α­λύ­ει τὴν ἔ­χθρα τους, ἔτ­σι ἔ­κα­με καὶ ὁ Χρι­στός.

Ὁ Θε­ὸς ἦ­ταν ὀρ­γι­σμέ­νος ἐ­ναν­τί­ον μας, ἐ­μεῖς μι­σού­σα­με τὸν Θε­ό, τὸν φι­λάν­θρω­πο Κύ­ρι­ο· ὁ Χρι­στὸς, ἀ­φοῦ μπῆ­κε στὴ μέ­ση, συμ­φι­λί­ω­σε τὰ δύ­ο μέ­ρη. Καὶ πῶς μπῆ­κε στὴ μέ­ση; Δέ­χθη­κε ἐ­κεῖ­νος τὴν τι­μω­ρί­α πού ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­βά­λει σ’ ἐ­μᾶς ὁ Πα­τέ­ρας· καὶ ὑ­πέ­μει­νε τὴν τι­μω­ρί­α αὐ­τὴ καὶ τὶς προ­σβο­λὲς τῶν ἀν­θρώ­πων. Θέ­λεις νὰ μά­θεις πῶς τὰ δέ­χθη­κε αὐ­τὰ τὰ δύ­ο; «Ὁ Χρι­στός», λέ­γει ὁ Παῦ­λος, «μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε ἀ­πὸ τὴν κα­τά­ρα τοῦ νό­μου, μὲ τὸ νὰ γί­νει ὁ ἴ­δι­ος γι­ὰ χά­ρη μας κα­τά­ρα».

Εἶ­δες πῶς δέ­χθη­κε τὴν τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς; Πρό­σε­χε πῶς ὑ­πέ­μει­νε καὶ τὶς προ­σβο­λὲς πού τοῦ ἔ­κα­μαν οἱ ἄν­θρω­ποι· «Οἱ προ­σβο­λὲς ἐ­κεί­νων πού σὲ πρό­σβαλ­λαν», λέ­γει, «ἔ­πε­σαν ἐ­πά­νω μου». Εἶ­δες πῶς ἐ­ξα­φά­νι­σε τὴν ἔ­χθρα;

Καί πῶς δέν στα­μά­τη­σε νὰ κά­νει τὰ πάν­τα καὶ νὰ πα­θαί­νει καὶ νὰ φρον­τί­ζει, ὥ­σπου ἀ­νέ­βα­σε κον­τὰ στὸν Θε­ὸ τὸν ἐ­χθρὸ καὶ ἀν­τί­πα­λό του καὶ τὸν ἔ­κα­με φί­λο του; καὶ αὐ­τῶν τῶν ἀ­γα­θῶν ἡ βά­ση εἶ­ναι ἡ ση­με­ρι­νὴ ἡ­μέ­ρα, γι­α­τί, ἀ­φοῦ πῆ­ρε κά­τι ἐ­κλε­κτὸ ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, ἔτ­σι ἀ­κρι­βῶς τὸ πρό­σφε­ρε στὸν Θε­ό.

Καὶ αὐ­τὸ πού γί­νε­ται στὰ χω­ρά­φι­α πού εἶ­ναι σπαρ­μέ­να μὲ σι­τά­ρι, ‒ὅ­ταν κά­ποι­ος πά­ρει λί­γα στά­χυ­α καὶ κά­μει ἕ­να μι­κρὸ δε­μά­τι καὶ τὸ προ­σφέ­ρει στὸν Θε­ό, Ἐ­κεῖ­νος εὐ­λο­γεῖ μὲ τὸ μι­κρὸ δε­μά­τι ὅ­λο τὸ χω­ρά­φι‒ αὐ­τὸ ἔ­κα­με καὶ ὁ Χρι­στός. Μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἕ­να σῶ­μα καὶ τὴν ἐ­κλε­κτὴ προ­σφο­ρὰ ἔ­κα­με νὰ εὐ­λο­γη­θεῖ ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος.

Ἀλ­λά γι­α­τί δὲν ἀ­νέ­βα­σε στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ὅ­λο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος; Γι­α­τί δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ προ­σφο­ρά, ἐ­ὰν δη­λα­δὴ προ­σφέ­ρει κά­ποι­ος τὸ σύ­νο­λο, ἀλ­λά ἂν κά­ποι­ος, ἀ­φοῦ προ­σφέ­ρει ἕ­να μι­κρὸ μέ­ρος, κά­μει μὲ αὐ­τὸ νὰ εὐ­λο­γη­θεῖ τὸ σύ­νο­λο. Ἀλ­λ’ ὅ­μως, θὰ πεῖ κά­ποι­ος, ἐ­ὰν ἦ­ταν προ­σφο­ρά, ἔ­πρε­πε νὰ προ­σφέ­ρει τὸν πρω­τό­πλα­στο, γι­α­τί ἀ­παρ­χὴ ση­μαί­νει νὰ προ­σφέ­ρε­ται ἐ­κεῖ­νο πού γεν­νή­θη­κε πρῶ­το, ἐ­κεῖ­νο πού βλά­στη­σε πρῶ­το. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ ἀ­παρ­χή, ἀ­γα­πη­τέ, ἐ­ὰν προ­σφέ­ρου­με τὸν πρῶ­το καρ­πὸ ἔ­στω καὶ ἂν εἶ­ναι χα­λα­σμέ­νος καὶ ἄρ­ρω­στος, ἀλ­λά ἐ­ὰν προ­σφέ­ρου­με τὸν ἐ­κλε­κτὸ καρ­πό. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νος ὁ καρ­πός ἦ­ταν ὑ­πεύ­θυ­νος γι­ὰ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, γι’ αὐ­τὸ δὲν προ­σφέρ­θη­κε, ἂν καὶ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε πρῶ­τος. Ἀλ­λά αὐ­τὸς ἦ­ταν ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, γι’ αὐ­τὸ καὶ προ­σφέρ­θη­κε, ἂν καὶ γεν­νή­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα. Γι­α­τί αὐ­τό θα πεῖ ἀ­παρ­χή.

3. Καὶ γι­ὰ νὰ μά­θεις, ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος καρ­πὸς πού ὡ­ρι­μά­ζει ἡ ἐ­κλε­κτὴ προ­σφο­ρά, ἀλ­λά ὁ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸς καὶ ἐ­κεῖ­νος πού εἶ­ναι κα­λῆς ποι­ό­τη­τας καὶ πού ὡ­ρί­μα­σε ὅ­σο ἔ­πρε­πε, θὰ σοῦ δώ­σω τὴν ἀ­πό­δει­ξη ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α Γρα­φή. «Ἐ­ὰν μπεῖς», λέ­γει πρὸς τὸν λα­ὸ ὁ Μω­υ­σῆς, «στὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, τὴν ὁ­ποί­α σοῦ δί­νει ὁ Κύ­ρι­ος ὁ Θε­ός σου, καὶ φυ­τέ­ψεις σ’ αὐ­τὴν κά­θε καρ­πο­φό­ρο δέν­δρο, τρί­α χρό­νι­α δὲν θὰ θε­ω­ρεῖς κα­θα­ρὸ τὸν καρ­πό του, καί τὸν τέ­ταρ­το χρό­νο θὰ εἶ­ναι ὁ καρ­πὸς του κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ προ­σφο­ρά του στὸν Κύ­ρι­ο». Ἐ­ὰν ὅ­μως ἦ­ταν ἐ­κλε­κτὴ προ­σφο­ρὰ ὁ πρῶ­τος καρ­πός, ὁ καρ­πὸς δη­λα­δὴ πού γί­νε­ται τὸν πρῶ­το χρό­νο, αὐ­τὸν ἔ­πρε­πε νὰ προ­σφέ­ρει στὸν Κύ­ρι­ο. Τώ­ρα ὅ­μως λέ­γει, «τρί­α χρό­νι­α δὲν θὰ θε­ω­ρεῖς κα­θα­ρὸ τὸν καρ­πό του», ἀλ­λά θὰ τὸν ἀ­φή­σεις, γι­α­τί τὸ δέν­δρο εἶ­ναι χα­λα­σμέ­νο, γι­α­τί ὁ καρ­πὸς εἶ­ναι ἄρ­ρω­στος, γι­α­τί δὲν εἶ­ναι ὥ­ρι­μος. Τὸν τέ­ταρ­το χρό­νο ὅ­μως, λέ­γει, «θὰ εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γι­ὰ τὸν Κύ­ρι­ο».

Καὶ πρό­σε­χε τὴ σο­φί­α τοῦ νο­μο­θέ­τη. Δὲν τὸν ἀ­φή­νει νὰ φά­γει, γι­ὰ νὰ μὴ δο­κι­μά­σει αὐ­τὸς τὸν καρ­πὸ πρὶν ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Οὔ­τε τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ τὸν προ­σφέ­ρει, γι­ὰ νὰ μὴν τὸν προ­σφέ­ρει πρό­ω­ρα στὸν Κύ­ρι­ο. Ἀλ­λά λέ­γει: Ἄ­φη­σέ τον, γι­α­τί εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος, καὶ μὴ τὸν προ­σφέ­ρεις, γι­α­τί εἶ­ναι ἀ­νά­ξι­ος νὰ τι­μή­σει τὸν Θε­ό. Βλέ­πεις ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἐ­κλε­κτὴ προ­φο­ρὰ ὁ πρῶ­τος καρ­πός, ἀλ­λά ὁ ἐ­ξαι­ρε­τι­κός; Καὶ αὐ­τὰ τὰ εἴ­πα­με γι­ὰ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα πού πρό­σφε­ρε ὁ Χρι­στὸς στὸν Πα­τέ­ρα. Πρό­σφε­ρε λοι­πὸν στὸν Πα­τέ­ρα τὴν ἐ­κλε­κτὴ προ­σφο­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Καὶ τό­σο θαύ­μα­σε τὸ δῶ­ρο ὁ Πα­τέ­ρας, καὶ γι­α­τί εἶ­χε ἀ­ξί­α ἐ­κεῖ­νος πού τὸ πρό­σφε­ρε καὶ γι­α­τί ἡ προ­σφο­ρὰ ἦ­ταν ἀ­μό­λυν­τη, ὥ­στε τὸ δέχ­τη­κε στὰ χέ­ρι­α του καὶ τὸ το­πο­θέ­τη­σε κον­τά του καὶ τοῦ εἶ­πε: «Κά­θι­σε στὰ δε­ξι­ά μου». Σὲ ποι­ὰ φύ­ση εἶ­πε ὁ Θε­ός, «Κά­θι­σε στὰ δε­ξι­ά μου»; Σ’ ἐ­κεί­νη πού ἄ­κου­σε, «χῶ­μα εἶ­σαι καὶ στὸ χῶ­μα. θά, γυ­ρί­σεις.

Δὲν ἦ­ταν λοι­πὸν ἀρ­κε­τὸ ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε πά­νω ἀ­πό τούς οὐ­ρα­νούς; δὲν ἦ­ταν λοι­πὸν ἀρ­κε­τὸ ὅ­τι στά­θη­κε μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους; δὲν ἦ­ταν ἀ­νυ­πο­λό­γι­στη καὶ αὐ­τὴ ἡ τι­μή; Ὅ­μως ξε­πέ­ρα­σε τοὺς ἀγ­γέ­λους, προ­σπέ­ρα­σε τοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους, ξε­πέ­ρα­σε τὰ Χε­ρου­βίμ, ἀ­νέ­βη­κε ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ Σε­ρα­φίμ, πέ­ρα­σε πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χές, δὲν στά­θη­κε που­θε­νά, μέ­χρι πού πλη­σί­α­σε τὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Δὲν βλέ­πεις αὐ­τὴν τὴν ἀ­πό­στα­ση ἀ­νά­με­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴ γῆ; Κα­λύ­τε­ρα ὅ­μως ἂς ἀρ­χί­σου­με ἀ­πὸ κά­τω. Δὲν βλέ­πεις πό­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸν ἅ­δη μέ­χρι τὴ γῆ; καὶ ἀ­πὸ τὴ γῆ πά­λι μέ­χρι τὸν οὐ­ρα­νό; καὶ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ μέ­χρι τὸν ψη­λό­τε­ρο οὐ­ρα­νό; καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον μέ­χρι τοὺς ἀγ­γέ­λους, τοὺς ἀρ­χαγ­γέ­λους, τὶς οὐ­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις καὶ μέ­χρι σ’ αὐ­τὸν τὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ; Σ’ αὐ­τὴν ὅ­λη τὴν ἀ­πό­στα­ση καὶ σ’ αὐ­τὸ τὸ ὕ­ψος ἀ­νέ­βα­σε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος.

Πρό­σε­χε ποῦ βρι­σκό­ταν κά­τω καὶ ποῦ ἀ­νέ­βη­κε. Δὲν ὑ­πῆρ­χε κα­τώ­τε­ρο ση­μεῖ­ο νὰ κα­τε­βεῖ, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο πού κα­τέ­βη­κε ὁ ἄν­θρω­πος, οὔ­τε ψη­λό­τε­ρο ν’ ἀ­νε­βεῖ, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο πού τὸν ἀ­νέ­βα­σε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς. Καὶ αὐ­τὰ δη­λώ­νον­τας ὁ Παῦ­λος ἔ­λε­γε: «Ἐ­κεῖ­νος πού κα­τέ­βη­κε, ὁ ἴ­δι­ος καὶ ἀ­νέ­βη­κε». Καὶ ποῦ κα­τέ­βη­κε; «Στὰ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τῆς γῆς», καὶ ἀ­νέ­βη­κε πά­νω ἀ­π’ ὅ­λους τοὺς οὐ­ρα­νούς. Μά­θε ποι­ὸς ἀ­νέ­βη­κε καὶ ποι­ὰ ἦ­ταν ἡ φύ­ση του καὶ πῶς ἦ­ταν πρὶν νὰ κα­τε­βεῖ. Γι­α­τί μ’ εὐ­χα­ρί­στη­ση ἀ­σχο­λοῦ­μαι μὲ τὴν εὐ­τέ­λει­α τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, γι­ὰ νὰ μά­θω κα­λὰ τὴν τι­μὴ πού μᾶς χά­ρι­σε ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἤ­μα­στε χῶ­μα καὶ σκό­νη. Ἀλ­λά αὐ­τὸ σέ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­το, γι­α­τί ἦ­ταν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς φύ­σης μας.

Συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε πι­ὸ ἀ­νό­η­τα ἀ­πὸ τὰ ζῶ­α. «Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε σὰν τὰ ἀ­νό­η­τα ζῶ­α καὶ ἔ­γι­νε ὅ­μοι­ος μ’ αὐ­τὰ». Τὸ νὰ γί­νει ὅ­μως κα­νεὶς ὅ­μοι­ος μὲ τὰ ζῶ­α, εἶ­ναι σὰν νὰ ἔ­γι­νε χει­ρό­τε­ρος ἀ­πὸ αὐ­τά. Γι­α­τί τὸ μὲν ζῶ­ο ἀ­πὸ τὴ φύ­ση του δὲν ἔ­χει λο­γι­κὸ καὶ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ πα­ρα­μέ­νει στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τὴ τῆς ἀ­λο­γί­ας, τὸ νὰ ξε­πέ­σου­με ὅ­μως ἐ­μεῖς,πού μᾶς τί­μη­σε ὁ Θε­ός μὲ λο­γι­κό, στὴν κα­τά­στα­ση αὐ­τοῦ τοῦ πα­ρα­λο­γι­σμοῦ, εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα τῆς δι­κῆς μας προ­αί­ρε­σης. Συ­νε­πῶς, ὅ­ταν ἀ­κού­σεις, ὅ­τι ἔ­γι­νε ὅ­μοι­ος μὲ τὰ ζῶ­α, μὴ νο­μί­σεις ὅ­τι τὸ εἶ­πε αὐ­τὸ γι­ὰ νὰ δεί­ξει πώς εἴ­μα­στε ἴ­σοι μ’ αὐ­τά, ἀλ­λά γι­α­τί ἤ­θε­λε ν’ ἀ­πο­δεί­ξει πώς εἴ­μα­στε χει­ρό­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τά. Καὶ πραγ­μα­τι­κὰ, γί­να­με χει­ρό­τε­ροι καὶ πι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι ἀ­πὸ τὰ ζῶ­α, ὄ­χι ἐ­πει­δὴ εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι καὶ ξε­πέ­σα­με ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­πει­δὴ φθά­σα­με καὶ σὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­χα­ρι­στί­α. Καὶ αὐ­τὸ δη­λώ­νον­τας ὁ Ἠ­σα­ΐ­ας ἔ­λε­γε: «Τὸ βό­δι γνω­ρί­ζει τὸν κύ­ρι­ό του καὶ ὁ ὄ­νος τὸ πα­χνὶ τοῦ κυ­ρί­ου του οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ὅ­μως δὲν γνω­ρί­ζουν ἐ­μέ­να». Ἀλ­λά ἂς μὴ ντρε­πό­μα­στε γι­ὰ τὰ προ­η­γού­με­να. «Γι­α­τί ὅ­που πλή­θυ­νε ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ δό­θη­κε πι­ὸ ἄ­φθο­νη ἡ χά­ρη».

Εἶ­δες πώς εἴ­μα­στε πι­ὸ ἀ­νό­η­τοι ἀ­πὸ τὰ ζῶ­α; Θέ­λεις νὰ δεῖς ὅ­τι εἴ­μα­στε πι­ὸ ἀ­νό­η­τοι καὶ ἀ­πὸ τὰ που­λι­ά; «Τὰ τρυ­γό­νι­α καὶ τὰ χε­λι­δό­νι­α καὶ τὰ μι­κρὰ που­λι­ὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ ἐρ­χο­μοῦ τους,· ὁ λα­ός μου ὅ­μως δὲ γνω­ρί­ζει τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες μου». Νὰ πού εἴ­μα­στε πι­ὸ ἀ­νό­η­τοι καὶ ἀ­πὸ τὰ γα­ϊ­δού­ρι­α καὶ ἀ­πὸ τὰ βό­δι­α, καὶ ἀ­πὸ τὰ που­λι­ά, τὰ τρυ­γό­νι­α καὶ τὰ χε­λι­δό­νι­α.

Θέ­λεις νὰ μά­θεις καὶ ἄλ­λη ἀ­νο­η­σί­α μας; Μᾶς κά­νει μα­θη­τὲς τῶν μυρ­μηγ­κι­ῶν τό­σο χά­σα­με τὰ λο­γι­κὰ πού ἔ­χου­με ἀ­πὸ τὴ φύ­ση μας. Γι­α­τί λέ­γει: «Πή­γαι­νε στὸ μυρ­μήγ­κι καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ μι­μη­θεῖς τὴ μέ­θο­δο ἐρ­γα­σί­ας του». Γί­να­με μα­θη­τὲς τῶν μυρ­μηγ­κι­ῶν, ἐ­μεῖς πού δη­μι­ουρ­γη­θή­κα­με σύμ­φω­να μὲ τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως αἴ­τι­ος ὁ δη­μι­ουρ­γός μας, ἀλ­λά ἐ­μεῖς πού ἀ­πο­μα­κρυν­θή­κα­με ἀ­πὸ τὴν εἰ­κό­να.

Καὶ γι­α­τί λέ­γω γι­ὰ τὰ μυρ­μήγ­κι­α; Γί­να­με πι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι καὶ ἀ­πὸ τὶς πέ­τρες. Θέ­λεις καὶ γι’ αὐ­τὸ νὰ σοῦ φέ­ρω ἀ­πό­δει­ξη; «Ἀ­κοῦ­στε φα­ράγ­γι­α καὶ θε­μέ­λι­α τῆς γῆς, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς θὰ ζη­τή­σει ἀ­πὸ τὸ λα­ὸ του ν’ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ». Τοὺς ἀν­θρώ­πους δι­κά­ζεις καὶ κα­λεῖς τὰ θε­μέ­λι­α τῆς γῆς; Ναί, λέ­γει· γι­α­τί οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι πι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι ἀ­πὸ τὰ θε­μέ­λι­α τῆς γῆς. Ποι­ὰ λοι­πὸν με­γα­λύ­τε­ρη κα­κί­α ζη­τᾶς ἀ­κό­μη ὅ­ταν εἴ­μα­στε πι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι ἀ­πὸ τὰ γα­ϊ­δού­ρι­α, πι­ὸ ἀ­νό­η­τοι ἀ­πὸ τὰ τρυ­γό­νι­α, πι­ὸ ἄ­μυ­α­λοι καὶ ἀ­πὸ τὰ μυρ­μήγ­κι­α, πι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι καὶ ἀ­πὸ τὶς πέ­τρες; Φαι­νό­μα­στε καὶ ἴ­σοι μὲ τὰ φί­δι­α. «Θυ­μώ­νουν», λέ­ει, «ὅ­ταν τοὺς πεῖς ὅ­τι εἶ­ναι ὅ­μοι­οι μὲ τὰ φί­δι­α· δη­λη­τή­ρι­ο ἀ­σπί­δων ἔ­χουν μέ­σα στὸ στό­μα τους». Καὶ τί χρει­ά­ζε­ται νὰ ποῦ­με γι­ά τὴν ἀ­ναι­σθη­σί­α τῶν ζώ­ων, ὅ­ταν εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πώς ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε καὶ παι­δι­ὰ τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ δι­α­βό­λου; Γι­α­τί λέ­γει: «Ἐ­σεῖς εἶ­στε παι­δι­ὰ τοῦ δι­α­βό­λου».

4. Ἀλ­λά ἐ­μεῖς οἱ ἀ­ναί­σθη­τοι καὶ ἀ­χά­ρι­στοι, οἱ ἀ­νό­η­τοι, οἱ ποι­ὸ ἀ­ναί­σθη­τοι ἀ­πὸ τὶς πέ­τρες, οἱ χει­ρό­τε­ροι ἀ­π’ ὅ­λους, οἱ ἐ­λε­ει­νοί, οἱ πι­ὸ τι­πο­τέ­νι­οι -πῶς νὰ μι­λή­σω; τί νὰ πῶ; πῶς νὰ βγά­λω ἀ­πὸ τὸ στό­μα μου αὐ­τὰ τὰ λό­γι­α;- ἐ­μεῖς οἱ τι­πο­τέ­νι­οι λοι­πόν, οἱ πι­ὸ ἀ­σύ­νε­τοι ἀ­π’ ὅ­λα, γί­να­με σή­με­ρα ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­π’ ὅ­λους. Σή­με­ρα ἀ­πό­λαυ­σαν οἱ ἄγ­γε­λοι ἐ­κεῖ­νο πού πο­θοῦ­σαν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρό. Σή­με­ρα εἶ­δαν οἱ ἀρ­χάγ­γε­λοι ἐ­κεῖ­νο πού ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν, δη­λα­δὴ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ λάμ­πει κον­τὰ στὸ θρό­νο τοῦ Θε­οῦ, ν’ ἀ­στράφ­τει ἀ­πὸ ἀ­θά­να­τη δό­ξα καὶ ὀ­μορ­φι­ά. Γι­α­τί αὐ­τὸ πο­θοῦ­σαν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ οἱ ἄγ­γε­λοι, γι­α­τί αὐ­τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν ἀ­πὸ πο­λὺν και­ρὸ οἱ ἀρ­χάγ­γε­λοι.

Πράγ­μα­τι ἂν καὶ ἡ τι­μὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ δι­κή τους, ὅ­μως χαί­ρον­ταν καὶ γι­ὰ τὰ δι­κά μας ἀ­γα­θά, καί ὑ­πέ­φε­ραν ὅ­ταν τι­μω­ρη­θή­κα­με. Γι­α­τί τὰ Χε­ρου­βὶμ, ἂν καὶ φύ­λα­γαν τὸν πα­ρά­δει­σο, ὅ­μως ὑ­πέ­φε­ραν· καὶ ὅ­πως ἕ­νας ὑ­πη­ρέ­της, ὅ­ταν βρεῖ στὴ φυ­λα­κὴ κά­ποι­ο συ­νά­δελ­φό του, τὸν φυ­λά­γει βέ­βαι­α ἐ­πει­δὴ τὸν πρό­στα­ξε ὁ κύ­ρι­ος, ὑ­πο­φέ­ρει ὅ­μως γι’ αὐ­τὸ πού γί­νε­ται, ἀ­πὸ συμ­πά­θει­α γι­ὰ τὸ συ­νά­δελ­φό του,· ἔτ­σι καὶ τὰ Χε­ρου­βὶμ ἀ­νέ­λα­βαν βέ­βαι­α νὰ φυ­λά­γουν τὸν πα­ρά­δει­σο, ὑ­πέ­φε­ραν ὅ­μως γι­ὰ τὴ φυ­λά­κι­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Καὶ γι­ὰ νὰ μά­θεις ὅ­τι ὑ­πέ­φε­ραν, θὰ σοῦ τὸ ἀ­πο­δεί­ξω ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους. Γι­α­τί, ὅ­ταν δεῖς ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι συμ­πά­σχουν γι­ὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους, νὰ μὴν ἀμ­φι­βάλ­λεις πι­ὰ γι­ὰ τὰ Χε­ρου­βίμ, γι­α­τί οἱ δυ­νά­μεις αὐ­τὲς εἶ­ναι πι­ὸ φι­λό­στορ­γες ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους. Ποι­ὸς λοι­πὸν ἀ­πό τούς κα­λοὺς ἀν­θρώ­πους δὲν πό­νε­σε, ὅ­ταν τι­μω­ροῦν­ται σύμ­φω­να μέ τό νό­μο ἄν­θρω­ποι, ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ ἀ­πὸ πά­ρα πολ­λὰ σφάλ­μα­τά τους; Γι­α­τί αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πα­ρά­δο­ξο, ὅ­τι, ἀ­φοῦ ἔ­μα­θαν τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ εἶ­δαν ὅ­τι ἐ­ναν­τι­ώ­θη­καν στὸν Θε­ό, πό­νε­σαν οἱ ἄγ­γε­λοι. Ὁ Μω­υ­σῆς πό­νε­σε με­τὰ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­λε­γε: «Ἐ­άν τούς συγ­χω­ρή­σεις τὴν ἁ­μαρ­τί­α, συγ­χώ­ρη­σέ την. Σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πε­ρί­πτω­ση, σβῆ­σε καὶ μέ­να ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο πού μὲ ἔ­γρα­ψες». Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Βλέ­πεις τὴν ἀ­σέ­βει­α καὶ πο­νᾶς γι’ αὐ­τοὺς πού τι­μω­ροῦν­ται; Γι’ αὐ­τὸ βέ­βαι­α πο­νῶ, λέ­γει, ἐ­πει­δὴ τι­μω­ροῦν­ται καὶ δί­νουν ἀ­φορ­μὲς γι­ὰ δί­και­ες τι­μω­ρί­ες. Καὶ ὁ Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ, ὅ­ταν εἶ­δε τὸν ἄγ­γε­λο νὰ ἐ­ξο­λο­θρεύ­ει τοὺς ἀν­θρώ­πους, φώ­να­ξε δυ­να­τὰ καὶ θρή­νη­σε καὶ εἶ­πε: «Ἀλ­λοί­μο­νο, Κύ­ρι­ε, γι­α­τί ἐ­ξο­λο­θρεύ­εις τοὺς ὑ­πό­λοι­πους Ἰσ­ρα­η­λί­τες»; Καὶ ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας λέ­γει: «Τι­μώ­ρη­σέ μας, Κύ­ρι­ε, ἀλ­λά ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ σκέ­ψη καὶ ὄ­χι πά­νω στὸ θυ­μό σου, γι­ὰ νὰ μὴ μᾶς ἀ­φή­σεις πο­λὺ λί­γους».

Ὁ μὲν Μω­υ­σῆς λοι­πὸν καὶ ὁ Ἰ­ε­ζε­κι­ὴλ καὶ ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας πο­νοῦν, οἱ δὲ δυ­νά­μεις τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δὲν ὑ­πέ­φε­ραν κα­θό­λου γι­ὰ τὰ δι­κά μας κα­κά; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­και­ο­λο­γη­θεῖ αὐ­τό; Ὅ­τι λοι­πὸν θε­ω­ροῦν δι­κά τους τὰ δι­κά μας, μά­θε πό­ση χα­ρὰ ἔ­δει­ξαν, ὅ­ταν εἶ­δαν ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος συμ­φι­λι­ώ­θη­κε μα­ζί μας. Ἐ­ὰν ὅ­μως δὲν πο­νοῦ­σαν προ­η­γου­μέ­νως, δὲν θὰ χαί­ρον­ταν ἀρ­γό­τε­ρα· καὶ ὅ­τι χαί­ρον­ταν, εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ἀ­π’ αὐ­τὰ πού λέ­γει ὁ Χρι­στός: «Ὅ­τι θὰ εἶ­ναι χα­ρὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴ γῆ γι­ὰ κά­θε ἁ­μαρ­τω­λὸ πού με­τα­νο­εῖ». Ἐ­ὰν ὅ­μως χαί­ρον­ται οἱ ἄγ­γε­λοι ὅ­ταν βλέ­πουν ἕ­ναν ἁ­μαρ­τω­λὸ πού με­τα­νο­εῖ, σή­με­ρα πού βλέ­πουν μὲ τὴν ἐ­κλε­κτὴ προ­σφο­ρὰ ν’ ἀ­νε­βαί­νει στὸν οὐ­ρα­νὸ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, πῶς δὲν θὰ ἔ­νι­ω­θαν τὴ με­γα­λύ­τε­ρη χα­ρά;

Ἄ­κου­σε ὅ­μως καὶ ἀ­πὸ ἀλ­λοῦ τὴ χα­ρὰ τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ οὐ­ρα­νοῦ γι­ὰ τὴ δι­κή μας συμ­φι­λί­ω­ση. Γι­α­τί ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε μὲ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα ὁ Κύ­ρι­ός μας, ἀ­φοῦ εἶ­δαν ὅ­τι συμ­φι­λι­ώ­θη­κε πι­ὰ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους -γι­α­τί δὲν θὰ κα­τέ­βαι­νε στὴ γῆ, ἂν δὲν συμ­φι­λι­ω­νό­ταν-, ἀ­φοῦ εἶ­δαν λοι­πὸν αὐ­τὸ καὶ ἔ­στη­σαν χο­ρὸ πά­νω στὴ γῆ φώ­να­ζαν καὶ ἔ­λε­γαν:«Ἂς εἶ­ναι δό­ξα στὸν Θε­ὸ στὰ ὕ­ψι­στα μέ­ρη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἂς ὑ­πάρ­χει εἰ­ρή­νη στὴ γῆ καὶ ἀ­γα­θὴ προ­αί­ρε­ση στοὺς ἀν­θρώ­πους». Καὶ γι­ὰ νὰ μά­θεις, ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ δο­ξά­ζουν τὸν Θε­ό, ἐ­πει­δὴ ἀ­πό­λαυ­σε ἡ γῆ τὰ ἀ­γα­θά, πρό­σθε­σαν καὶ τὴν αἰ­τί­α, λέ­γον­τας: «Ἂς ὑ­πάρ­χει εἰ­ρή­νη στὴ γῆ καὶ ἀ­γα­θὴ προ­αί­ρε­ση στοὺς ἀν­θρώ­πους», σ’ αὐ­τοὺς πού ἦ­ταν ἐ­χθροὶ τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀ­χά­ρι­στοι. Εἶ­δες πῶς δο­ξά­ζουν τὸν Θε­ὸ γι­ὰ τὰ ξέ­να ἀ­γα­θά; ἡ κα­λύ­τε­ρα γι­ὰ τὰ δι­κά τους, γι­α­τί θε­ω­ροῦν ὅ­τι εἶ­ναι δι­κά τους τὰ δι­κά μας ἀ­γα­θά. Θέ­λεις νὰ μά­θεις, ὅ­τι χαί­ρον­ταν καὶ σκιρ­τοῦ­σαν καὶ ὅ­ταν ἐ­πρό­κει­το νὰ δοῦν τὸν Κύ­ρι­ο ν’ ἀ­νε­βαί­νει στοὺς οὐ­ρα­νούς; Ἄ­κου­σε τὸν Χρι­στὸ πού λέ­γει, ὅ­τι ἀ­νέ­βαι­ναν καὶ κα­τέ­βαι­ναν δι­αρ­κῶς. καὶ αὐ­τὸ δεί­χνει ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ πα­ρά­ξε­νο θέ­α­μα.

Και ἀ­πὸ ποῦ φαί­νε­ται, ὅ­τι ἀ­νέ­βαι­ναν καὶ κα­τέ­βαι­ναν; Ἄ­κου­σε τὸν Χρι­στὸ πού λέ­γει: «Ἀ­πὸ τώ­ρα θὰ δεῖ­τε τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­νοιγ­μέ­νο καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους τοῦ Θε­οῦ ν’ ἀ­νε­βαί­νουν καὶ νὰ κα­τε­βαί­νουν γι­ὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τὸν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ». Γι­α­τί τέ­τοι­α εἶ­ναι ἡ συ­νή­θει­α αὐ­τῶν πού ἀ­γα­ποῦν δὲν πε­ρι­μέ­νουν τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, ἀλ­λά ἀ­πὸ τὴ χα­ρὰ τους προ­λα­βαί­νουν τὴν προ­θε­σμί­α. Γι’ αὐ­τὸ κα­τε­βαί­νουν, ἐ­πει­δὴ βι­ά­ζον­ται νὰ δοῦν τὸ και­νού­ρι­ο καὶ πα­ρά­ξε­νο ἐ­κεῖ­νο θέ­α­μα, δη­λα­δὴ τὸν ἄν­θρω­πο πού ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸν οὐ­ρα­νό. Γι’ αὐ­τὸ ὑ­πῆρ­χαν παν­τοῦ ἄγ­γε­λοι, καὶ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε, καὶ ὅ­ταν ἀ­να­στή­θη­κε, καὶ σή­με­ρα πού ἀ­νέ­βη­κε στοὺς οὐ­ρα­νούς. Γι­α­τί λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Λου­κᾶς: «Νὰ δύ­ο μὲ λευ­κὰ φο­ρέ­μα­τα», πού φα­νε­ρώ­νουν μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τὴ χα­ρά τους, καὶ εἶ­παν στοὺς μα­θη­τές: «Ἄν­δρες Γα­λι­λαῖ­οι, γι­α­τί στέ­κε­στε ἔκ­πλη­κτοι; Αὐ­τὸς ὁ Ἰ­η­σοῦς, πού ἀ­να­λή­φθη­κε ἀ­πό σᾶς στὸν οὐ­ρα­νό, θὰ ἔρ­θει κα­τά τὸν ἴ­δι­ο τρό­πο, ὅ­πως τὸν εἴ­δα­τε τώ­ρα νὰ ἀ­νε­βαί­νει στὸν οὐ­ρα­νὸ».

5. Ἐ­δῶ σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νὰ προ­σέ­ξε­τε ἰ­δι­αί­τε­ρα. Γι­α­τί λοι­πὸν τὰ λέ­γουν αὐ­τὰ οἱ ἄγ­γε­λοι; Μή­πως δὲν εἶ­χαν μά­τι­α οἱ μα­θη­τές; μή­πως δὲν ἔ­βλε­παν αὐ­τὸ πού γι­νό­ταν; Δὲν εἶ­πε ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής, ὅ­τι ἀ­να­λή­φθη­κε κα­θὼς τὸν ἔ­βλε­παν; Γι­ὰ ποι­ό λό­γο λοι­πὸν στά­θη­καν κον­τὰ τους οἱ ἄγ­γε­λοι λέ­γον­τάς τους, ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε στὸν οὐ­ρα­νό; Γι’ αὐ­τοὺς τοὺς δύ­ο λό­γους, ὁ πρῶ­τος, γι­α­τί πάν­το­τε στε­νο­χω­ρι­οῦν­ταν οἱ μα­θη­τὲς γι­ὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­τι βέ­βαι­α στε­νο­χω­ρι­οῦν­ταν, ἄ­κου­σε τί τοὺς ἔ­λε­γε: «Κα­νεὶς ἀ­πό σᾶς δὲν μ’ ἐ­ρω­τᾶ ποῦ πη­γαί­νεις; Ἀλ­λά ἡ λύ­πη ἔ­χει γε­μί­σει τὴν καρ­δι­ά σας, ἐ­πει­δὴ σᾶς εἶ­πα αὐ­τὰ».

Ἐ­ὰν λοι­πόν δὲν ὑ­πο­φέ­ρου­με, ὅ­ταν ἀ­πο­χω­ρι­ζό­μα­στε ἀ­πὸ φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς μας, πῶς οἱ μα­θη­τὲς ὅ­ταν ἔ­βλε­παν ν’ ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ὁ Σω­τή­ρας, ὁ δι­δά­σκα­λος, ὁ προ­στά­της, ὁ φι­λάν­θρω­πος, ὁ ἥ­με­ρος, ὁ ἀ­γα­θός, πῶς δὲν θὰ στε­νο­χω­ρι­οῦν­ταν; πῶς δὲν θὰ πο­νοῦ­σαν; Γι’ αὐ­τὸ στά­θη­κε ἐ­κεῖ ὁ ἄγ­γε­λος, γι­ὰ νὰ κα­τα­πρα­ΰ­νει μὲ τὴν ἐ­πά­νο­δο τοῦ Κυ­ρί­ου τὴ λύ­πη πού τοὺς προ­ξέ­νη­σε ἡ ἀ­να­χώ­ρη­σή του. Γι­α­τί λέ­γει: «Αὐ­τὸς ὁ Ἰ­η­σοῦς πού ἀ­να­λή­φθη­κε ἀ­πό σᾶς στὸν οὐ­ρα­νό, θὰ ἔρ­θει κα­τὰ τὸν ἴ­δι­ο τρό­πο». Λυ­πη­θή­κα­τε λέ­γει, γι­α­τί ἀ­να­λή­φθη­κε; Ἀλ­λά μὴ λυ­πᾶ­στε πι­ά, γι­α­τί θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει καὶ πά­λι. Γι­ὰ νὰ μὴ κά­μουν λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­κα­με ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος, ὅ­ταν εἶ­δε τὸ δι­δά­σκα­λό του ν’ ἀ­νε­βαί­νει στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἔ­σκι­σε τὰ ροῦ­χα του -γι­α­τί δὲν στά­θη­κε κα­νέ­νας κον­τά του νὰ τοῦ πεῖ, ὅ­τι θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ Ἠ­λί­ας-, γι­ὰ νὰ μὴν κά­μουν λοι­πὸν τὸ ἴ­δι­ο καὶ αὐ­τοί, γι’ αὐ­τὸ στά­θη­καν κον­τὰ τους οἱ ἄγ­γε­λοι πα­ρη­γο­ρών­τας τὴ λύ­πη τους.

Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἕ­νας λό­γος τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν ἀγ­γέ­λων. Ὑ­πάρ­χει ὅ­μως καὶ δεύ­τε­ρος ὄ­χι μι­κρό­τε­ρος, γι’ αὐ­τὸ καὶ πρό­σθε­σε, «πού ἀ­να­λή­φθη­κε». Ποι­ὸς λοι­πὸν εἶ­ναι αὐ­τός; Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­να­λή­φθη­κε στὸν οὐ­ρα­νό. Ὅ­μως ἡ ἀ­πό­στα­ση ἦ­ταν με­γά­λη καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να μά­τι­α δὲν εἶ­χαν τὴ δύ­να­μη νὰ δοῦν ὡς τοὺς οὐ­ρα­νοὺς τὸ σῶ­μα πού ἀ­να­λή­φθη­κε. Ἀλ­λά ὅ­πως ἕ­να που­λὶ πού πε­τᾶ στὰ ὕ­ψη, ὅ­σο πι­ὸ ψη­λὰ ἀ­νε­βαί­νει, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο χά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μά­τι­α μας, ἔτ­σι ἀ­κρι­βῶς καὶ τὸ σῶ­μα ἐ­κεῖ­νο, ὅ­σο ἀ­νέ­βαι­νε πι­ὸ ψη­λά, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­νό­ταν, ἐ­πει­δὴ ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τῶν μα­τι­ῶν τους δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ πα­ρα­κο­λου­θή­σει σ’ ὅ­λο τὸ μῆ­κος τῆς ἀ­πό­στα­σης. Γι’ αὐ­τὸ στά­θη­καν κον­τὰ τους οἱ ἄγ­γε­λοι, λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ μὴ νο­μί­ζουν ὅ­τι ἀ­νέ­βη­κε στὸν οὐ­ρα­νὸ ὅ­πως ὁ Ἠ­λί­ας, ἀλ­λ’ ὅ­τι ἀ­να­λή­φθη­κε στὸν οὐ­ρα­νό. Γι’ αὐ­τὸ λέ­γει, «πού ἀ­να­λή­φθη­κε ἀ­πό σᾶς στὸν οὐ­ρα­νό».

Και αὐ­τὸ βέ­βαι­α δὲν τὸ πρό­σθε­σε χω­ρὶς λό­γο. Ὁ Ἠ­λί­ας λοι­πὸν ἀ­να­λή­φθη­κε πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό, γι­α­τί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος. Ὁ Ἴ­η­σοῦς ὅ­μως ἀ­να­λή­φθη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, γι­α­τί ἦ­ταν Θε­ός. Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­να­λή­φθη­κε μὲ πύ­ρι­νο ἅρ­μα, ὁ Ἰ­η­σοῦς μὲ νε­φέ­λη. Γι­α­τί, ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ κα­λέ­σει ὁ Θε­ὸς τὸν Ἠ­λί­α, ἔ­στει­λε ἅρ­μα καὶ ὅ­ταν κά­λε­σε τὸν Υἱ­ό του, ἔ­στει­λε βα­σι­λι­κὸ θρό­νο -καὶ ὄ­χι μό­νο βα­σι­λι­κὸ θρό­νο, ἀλ­λά τὸν ἴ­δι­ο τὸν πα­τρι­κὸ θρό­νο; Ἐ­πει­δή γι­ὰ τὸν Πα­τέ­ρα λέ­γει ὁ Ἠ­σα­ΐ­ας: «Ἰ­δού, ὁ Κύ­ρι­ος κά­θε­ται ἐ­πά­νω σ’ ἐ­λα­φρι­ὰ νε­φέ­λη». Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν ὁ Πα­τέ­ρας κά­θε­ται ἐ­πά­νω σὲ νε­φέ­λη, γι’ αὐ­τὸ καὶ στὸν Υἱ­ό ἔ­στει­λε τὴ νε­φέ­λη. καὶ ὁ Ἠ­λί­ας, ὅ­ταν ἀ­νέ­βη­κε στὸν οὐ­ρα­νό, ἄ­φη­σε στὸν Ἔ­λισ­σαῖ­ο τὴ μη­λω­τὴ του. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως ὅ­ταν ἀ­να­λή­φθη­κε ἄ­φη­σε στοὺς μα­θη­τὲς του τὰ χα­ρί­σμα­τα, πού ἔ­κα­ναν ὄ­χι ἕ­ναν προ­φή­τη, ἀλ­λά χι­λι­ά­δες Ἐ­λισ­σαί­ους, καὶ μά­λι­στα πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρους καὶ ση­μαν­τι­κό­τε­ρους ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον.

Ἂς στα­μα­τή­σου­με λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί, καὶ ἂς προ­σέ­ξου­με πρὸς τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι­α­τί καὶ ὁ Παῦ­λος λέ­γει: «Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος θὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ μὲ πρό­σταγ­μα, μὲ φω­νὴ ἀρ­χαγ­γέ­λου· καὶ ἐ­μεῖς οἱ ζων­τα­νοί, πού θ’ ἀ­πο­μέ­νου­με τό­τε στὴ ζω­ή, θ’ ἁρ­πα­χθοῦ­με μὲ σύν­νε­φα γι­ὰ νὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸν Κύ­ρι­ο στὸν ἀ­έ­ρα», ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι. Ὅ­τι λοι­πὸν δὲν θὰ ἁρ­πα­χθοῦ­με ὅ­λοι, ἀλ­λά ἄλ­λοι θὰ πα­ρα­μεί­νουν καὶ ἄλ­λοι θὰ ἁρ­πα­χθοῦ­με, ἄ­κου­σε τί λέ­γει ὁ Χρι­στός: «Τό­τε θὰ βρε­θοῦν δύ­ο γυ­ναῖ­κες ν’ ἀ­λέ­θουν στὸν ἴ­δι­ο μύ­λο. Ἡ μί­α πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ ἄλ­λη ἀ­φή­νε­ται. Δύ­ο θὰ βρί­σκον­ται στὸ ἴ­δι­ο κρε­βά­τι. Ὁ ἕ­νας πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται καὶ ὁ ἄλ­λος ἀ­φή­νε­ται».

Τί θέ­λουν νὰ ποῦν αὐ­τὰ τὰ αἰ­νιγ­μα­τι­κὰ λό­γι­α; τί θέ­λει νὰ πεῖ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­κρυ­φο μυ­στή­ρι­ο; Μὲ τὸ μύ­λο μᾶς φα­νέ­ρω­σε ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ζοῦν μέ­σα στὴ φτώ­χει­α καὶ στὴ δυ­στυ­χί­α καὶ μὲ τὸ κρε­βά­τι καὶ τὶς ἀ­νέ­σεις ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­λους ἐ­κεί­νους πού ζοῦν μέ­σα στὰ πλού­τη καὶ τὶς τι­μές. Καὶ ἐ­πει­δὴ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει ὅ­τι καὶ ἀ­πό τούς φτω­χοὺς σώ­ζον­ται καὶ ὁ­δη­γοῦν­ται στὴν ἀ­πώ­λει­α, εἶ­πε ὅ­τι καὶ ἀ­π’ τὶς δύ­ο πού βρί­σκον­ται στὸ μύ­λο ἡ μί­α πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ ἄλ­λη ἀ­φή­νε­ται· καὶ ἀ­πό τούς δύ­ο πού εἶ­ναι στὸ κρε­βά­τι ὁ ἕ­νας πα­ρα­λαμ­βά­νε­ται καὶ ὁ ἄλ­λος ἀ­φή­νε­ται. Ἔτ­σι δη­λώ­νει ὅ­τι οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­φή­νον­ται ἐ­δῶ καὶ πε­ρι­μέ­νουν τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­νῶ οἱ δί­και­οι ἁρ­πά­ζον­ται στὰ σύν­νε­φα. Ὅ­πως δη­λα­δὴ, ὅ­ταν ὁ βα­σι­λι­ὰς πη­γαί­νει σὲ μί­α πό­λη, ὅ­λοι οἱ ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χοι καὶ οἱ ἄρ­χον­τες καὶ ὅ­σοι ἔ­χουν με­γά­λη οἰ­κει­ό­τη­τα μα­ζί του, τὸν συ­ναν­τοῦν ἀ­φοῦ βγοῦν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη, οἱ κα­τά­δι­κοι ὅ­μως καὶ οἱ τι­μω­ρη­μέ­νοι φυ­λά­γον­ται στὶς φυ­λα­κὲς πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ βα­σι­λι­ᾶ, ἔτ­σι καὶ ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ὁ Κύ­ρι­ος, ὅ­σοι ἔ­χουν παρ­ρη­σί­α τὸν συ­ναν­τοῦν στὸν ἀ­έ­ρα, οἱ κα­τά­δι­κοι ὅ­μως καὶ ὅ­σοι αἰ­σθά­νον­ται τὸ βά­ρος τῶν πολ­λῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν στὴ συ­νεί­δη­σή τους πε­ρι­μέ­νουν στὴ γῆ τὸν κρι­τή.

Τό­τε καὶ ἐ­μεῖς θὰ ἁρ­πα­χθοῦ­με στὸν οὐ­ρα­νό. Δὲν εἶ­πα, ἐ­μεῖς, κα­τα­τάσ­σον­τας καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τοὺς πού ἁρ­πά­ζον­ταν δὲν εἶ­μαι τό­σο ἀ­ναί­σθη­τος καὶ ἀ­χά­ρι­στος, ὥ­στε νὰ μὴ γνω­ρί­ζω τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου.

Γι­α­τί, ἂν δὲν φο­βό­μουν μή­πως κα­τα­στρέ­ψω τὴ χα­ρὰ τῆς ση­με­ρι­νῆς ἑ­ορ­τῆς, θὰ ἔ­χυ­να πι­κρὰ δά­κρυ­α, κα­θὼς θυ­μή­θη­κα αὐ­τὰ τὰ λό­γι­α, γι­α­τί θυ­μή­θη­κα τὶς δι­κές μου ἁ­μαρ­τί­ες. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως δὲν θέ­λω νὰ τα­ρά­ξω τὴ χα­ρὰ τῆς ση­με­ρι­νῆς ἑ­ορ­τῆς, ἐ­δῶ θὰ στα­μα­τή­σω τὴν ὁ­μι­λί­α μου, ἀ­φοῦ σᾶς ἀ­φή­σω ζω­η­ρὴ τὴ μνή­μη ἐ­κεί­νης τῆς ἡ­μέ­ρας, ὥ­στε οὔ­τε ὁ πλού­σι­ος νὰ μὴ χαί­ρε­ται γι­ὰ τὸν πλοῦ­το του, οὔ­τε ὁ φτω­χὸς νὰ θε­ω­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τὸ του δυ­στυ­χι­σμέ­νο γι­ὰ τὴ φτώ­χει­α του, ἀλ­λά ὁ κα­θέ­νας, κα­τὰ τὴ συ­νεί­δη­σή του, νὰ κά­νει εἴ­τε αὐ­τὸ εἴ­τε ἐ­κεῖ­νο.

Γι­α­τί οὔ­τε ὁ πλού­σι­ος εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος, οὔ­τε ὁ φτω­χὸς εἶ­ναι δυ­στυ­χι­σμέ­νος, ἀλ­λά ὅ­ποι­ος θὰ κρι­θεῖ ἄ­ξι­ος γι­ὰ τὴν ἁρ­πα­γὴ ἐ­κεί­νη μέ­σα στὰ σύν­νε­φα, εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος καὶ τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νος, ἔ­στω καὶ ἂν εἶ­ναι ὁ πι­ὸ φτω­χὸς ἀ­π’ ὅ­λους. Ὅ­πως βέ­βαι­α εἶ­ναι ἐ­λε­ει­νὸς καὶ τρι­σά­θλι­ος ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, ἔ­στω καὶ ἂν εἶ­ναι ὁ πι­ὸ πλού­σι­ος ἀ­π’ ὅ­λους.

Γιαὐ­τὸτὰλέ­γω, γι­νὰθρη­νοῦ­μετοὺς­αυ­τοὺςμας­σοιεἴ­μα­στε­μαρ­τω­λοί, καὶνὰπαίρ­νουνθάρ­ρος­σοι­γω­νί­ζον­ται­ναν­τί­οντῆς­μαρ­τί­αςκα­λύ­τε­ρα, νὰμὴνπαίρ­νουνμό­νοθάρ­ρος, ἀλ­λάκαίνὰπρο­φυ­λά­γον­ταιοὔ­τε­κεῖ­νοινὰθρη­νοῦνμό­νο, ἀλ­λάκαὶνἀλ­λά­ξουντρό­ποζω­ῆς.

Γι­α­τί εἶ­ναι δυ­να­τὸν καὶ κα­κός, ­φοῦ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν πο­νη­ρί­α, νὰ ­πι­στρέ­ψει στὴν ­ρε­τὴ καὶ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ γί­νει ­σος μ­κεί­νους πού ­πὸ τὴν ἀρ­χή ζοῦν ­νά­ρε­τα. Αὐ­τὸ ἂς φρον­τί­σου­με καὶ ­μεῖς. Καὶ ­σοι αἰ­σθά­νον­ται ­τι εἶ­ναι ­νά­ρε­τοι, ἂς πα­ρα­μέ­νουν στὴν εὐ­σέ­βει­α, με­γα­λώ­νον­τας πάν­το­τε αὐ­τὸ τὸ κα­λὸ ­πό­κτη­μα καὶ αὐ­ξά­νον­τας τὸ προ­η­γού­με­νο θάρ­ρος τους.

­σοι ­μως δὲν ­χου­με θάρ­ρος καὶ αἰ­σθα­νό­μα­στε τὸ βά­ρος πολ­λῶν ­μαρ­τι­ῶν μας, ἂς ἀλ­λά­ξου­με τρό­πο ζω­ῆς, ­στε, ­φοῦ ­πο­κτή­σου­με τὸ θάρ­ρος τῶν ἄλ­λων, νὰ ­πο­δε­χθοῦ­με ­λοι μα­ζὶ καὶ μὲ τὴν ­δι­α ψυ­χι­κὴ δι­ά­θε­ση καὶ μὲ τὴν τι­μὴ πού ἁρ­μό­ζει στὸ βα­σι­λι­τῶν ἀγ­γέ­λων, καὶ ν­πο­λαύ­σου­με τὴ μα­κά­ρι­α ­κεί­νη χα­ρὰ μὲ τὴ βο­ή­θει­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, στὸν ­ποῖ­ο μα­ζὶ μὲ τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ ­γι­ο Πνεῦ­μα ­νή­κει δό­ξα καὶ δύ­να­μη, τώ­ρα, καὶ πάν­το­τε, καὶ στοὺς αἰ­­νες τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.

© Copyright 2023 Ιερός Καθεδρικός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Στεφάνου Δήμου Διονύσου Αττικής Back To Top

Publish the Menu module to "offcanvas" position. Here you can publish other modules as well.
Learn More.